[επιλογή – μετάφραση : Σωτήρης Παστάκας]
ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ
Μία, ξαφνικά
σηκώνεται από το κρεβάτι λέγοντας
“αυτό δεν γίνεται να το κάνω”. Αναστατώνεται, βγάζει
πράγματα από τα συρτάρια στον απαγχονισμένο χώρο
ανάμεσα στο κομμό και τις κρεμάστρες, παρά λίγο
να ρίξει το αμπαζούρ, τη λεκάνη – και
περήφανη μες στα παπούτσια της μπροστά στον καθρέφτη
όπου αναδύεται η ομίχλη, κάθε
τόσο αγγίζοντας τα με την παλάμη του χεριού περιχύει
τη λακ-εντομοκτόνο στα μαλλιά.
ΣΑΝ ΤΥΦΛΟΣ, ΓΕΜΑΤΟΣ ΑΓΧΟΣ
Σαν τυφλός, γεμάτος άγχος,
στη μπόρα και το χαλάζι, ένα
μετά το άλλο έκλεισα
επτά παράθυρα.
Έχει σημασία ότι δεν ήξερα ποια.
Μόνο την αυγή, τρέμοντας,
με τη φρικτή αδιαφορία όσων ξυπνούν ή πεθαίνουν,
καταλαβαίνω ότι σύρθηκα
μέσα στο συνηθισμένο σκοτάδι,
στην Οδό Αγίου Γρηγορίου στον πρώτο όροφο.
Μακριά απ’ τα παιδιά μου,
ανίκανος να δώσω ή να λάβω μια λέξη.
ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΜΕ ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ
Προσπαθούμε να μιλήσουμε
για δύο λεπτά ενώ κάποιος τακτοποιεί
τις κουρτίνες στα παράθυρα και οι φίλοι
είναι ήδη στις σκάλες. Έχουμε πάντα
λίγο χρόνο να λογαριαστούμε
με τους νεκρούς. Και έτσι λέω
στη μητέρα μου να κάνει υπομονή – αυτή
που ακόμη κι ετοιμοθάνατη
ήθελε να ξέρει πώς ήταν το δείπνο μου …
ΦΟΒΟΙ ΤΗΣ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗΣ
Φοβάμαι το ξύλο και το βράχο,
φοβάμαι το σώμα, το νευροκαβαλίκεμα,
τους κομμένους τένοντες, φοβάμαι το φως,
φοβάμαι την πέτρα που θα φράξει την πόρτα σου,
φοβάμαι τον άνεμο και τις φωνές, φοβάμαι
του κοράκι που θα σε φάει, φοβάμαι το λύκο
που θα βρει τα κόκαλά σου, φοβάμαι
ότι είσαι νεκρός και κάθε βράδυ
θα φοβάμαι ότι με φιλάς παγωμένος
και θα τραβάς τα πόδια μου κάτω από το σεντόνι.
ΕΙΔΗΣΗ
Μόνο λίγα λόγια,
απλώς μια είδηση στο πίσω μέρος του λογαριασμού
από λάθος του ιδιοκτήτη.
Ίσως είναι αργά, ίσως ο τροχός
γυρίζει πολύ γρήγορα για να σωθεί οτιδήποτε:
σφαγμένα μάτια, κεφάλια αλόγων,
καλές στιγμές της Γκερνίκα.
Εδώ τα κομμάτια γίνονται πολτός.
Κι εγώ ακόμη που σου γράφω
από αυτό το μέρος που δεν έχει μετουσιωθεί
δεν έχω προτάσεις να σου πω, δεν έχω
φωνή για αυτήν την πίστη που τρέφω,
για τις συμμετρικές φιάλες, τις ορθογώνιες
καρέκλες από μπαμπού,
δεν έχω πλέον θέα ή βεβαιότητα, και πώς
μού γλίστρησε ξαφνικά
το στυλό από το χέρι
και γράφω με τον αγκώνα ή τη μύτη.
ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΑ ΑΣΜΑΤΙΑ
Εγώ που πάντα λάτρευα τα λείψανα του μέλλοντος
και μόνο του μέλλοντος, για τίποτα άλλο
κάποιες φορές δεν νιώθω νοσταλγία
θυμάμαι τώρα με φόβο
όταν στα χάδια μου θα σταματήσεις να μουσκεύεσαι,
όταν από την ηδονή μου
θα χωριστείς κι από την ομορφιά ίσως
που αγαπήθηκες τόσο πολύ ή χάρη στη γλυκύτητα
που με αγάπησες
θα προσποιείσαι ότι το απολαμβάνεις ούτως ή άλλως.
***
Τις φορές που με μανία
στην κοιλιά σου αναζητώ τη χαρά μου
είναι γιατί, αγάπη, ξέρω για πολύ
δεν θα έχει χρόνο ο χρόνος
να ρέει εξίσου για τους δυο μας
και μόνο σε κάποιο όνειρο ή από την κούρσα
του χρόνου αν θα κατέβω πρώτος
μπορώ να προσποιηθώ πως μια ημέρα δεν θα θέλεις
από μια άλλη αγάπη να πιστέψεις στην αγάπη.
***
Κάποια μέρα θα σε αφήσω, μέρα
με τη μέρα σε αφήνω, ψυχή μου.
Από γεροντική ζήλια, από φόβο
μην σε χάσω – ή γιατί
θα έχω σταματήσει να ζω, απλούστατα.
Όμως μένω ακίνητος, εν τω μεταξύ,
όπως στέκεται ακίνητο ένα κλαδί
στο οποίο στέκεται ένα σπουργίτι, αγάλλομαι …
***
Όχι αυτή τη φορά, όχι ακόμα.
Όταν ξεγλιστράμε από τα μπράτσα μας
είναι απλώς για να ψάξουμε μια άλλη αγκαλιά,
αυτής του ύπνου, της ηρεμίας – κι εκεί
λες και θα ήμουν παντοτινός
να σκέφτομαι την ανάπαυση στον ώμο,
να σέβομαι τα μαλλιά σου.
***
Σκέφτομαι αν θα βρω το θάρρος
να είμαι σιωπηλός, να χαμογελώ, να σε κοιτάζω
καθώς θα με κοιτάζεις να πεθαίνω.
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ
Θα πρέπει να συνηθίσουμε
να τα μετράμε με λατινικούς αριθμούς
(σίγουρα κάποιος
θα θυμάται ακόμα πώς γίνεται)
τα χρόνια που έχουν περάσει
και αυτά οϊμέ που θα περάσουν
σε αυτή τη νέα εποχή
της τραγικοκωμικής μας ιστορίας.
Το πρόβλημα είναι από πού ακριβώς
να ξεκινήσουμε την καταμέτρηση:
από την κατάβαση στο πεδίο της μάχης
ή από την ανάβαση στο θρόνο,
από την πρώτη εκλογική νίκη
ή από την τελευταία, αυτή
που σηματοδότησε τη νέα χιλιετία;
Ή αντιθέτως θα ήταν καλύτερα
να πάμε πιο πίσω, πολύ πιο πίσω,
για παράδειγμα με την είσοδο στη στοά
ή όταν η συνείδηση της χώρας
άρχισε να διαμορφώνεται
από τις εκπομπές στο κανάλι πέντε;
Θα ήταν ήδη πάνω από μια εικοσαετία, τότε,
πάνω από μια εικοσαετία…
Ο Τζιοβάνι Ραμπόνι (Μιλάνο 1932 – Πάρμα 2004), μια από τις πιο αντιπροσωπευτικές
ποιητικές φωνές της σχολής του Μιλάνου (Linea Lombarda), μας άφησε ένα τεράστιο
μεταφραστικό έργο, (οι μεταφράσεις του περιλαμβάνουν τα Άνθη του κακού του Μποντλέρ
και ολόκληρη την Αναζήτηση του Προυστ). Ως κριτικός θεάτρου και λογοτεχνίας υπήρξε
εξαιρετικά οξύς, στηλιτεύοντας τα ήθη και τα έθιμα της πολιτιστικής βιομηχανίας. Η
θυελλώδης σχέση του με την νεαρή ποιήτρια Πατρίτσια Βαλντούγκα είχε προκαλέσει πολλά
κουτσομπολιά στους κύκλους του Μιλάνο. Πέθανε από καρδιακή προσβολή στα εβδομήντα
δύο του χρόνια.
[artworks : Adriana Bermúdez]