Ταξίδι προς τον ήλιο
1.
Ήταν ξημερώματα.
Από εκείνα που ποτέ δεν κοιμήθηκες
και σε πήρε το χάραμα καθισμένο στον καναπέ,
με ανακατεμένο το κεφάλι από ανάγκες,
ξεδιπλώνοντας τες μία-μία, μπας και συμμαζέψεις λίγο.
Άνοιξες την πόρτα νευρικά
και άρχισες να κατεβαίνεις τη Δερβενακίων τρέχοντας.
Δίχως ανάσα πλέον και με το βλέμμα καρφωμένο στη θάλασσα,
αναρωτιέσαι αν η αντανάκλαση αυτή είναι ο εαυτός σου
που κολυμπάει ανάμεσα σε ελπίδες και φόβους.
Βρήκες παρηγοριά στη συντριβή των κυμάτων
λες κι η μορφή σου πάλευε με τους δαίμονες σου,
με όνειρα παρασυρμένα και ξεβρασμένες υποσχέσεις.
Μία υπενθύμιση, πως αυτός ο ορίζοντας κάποτε ήταν κοινός προορισμός,
μα τώρα σου φαντάζει σιλουέτα στο φως που ξεθωριάζει.
2.
Καμιά φορά, εδώ που μένω,
η βροχή το ‘χει κακό συνήθειο
να μπαστακώνεται για μέρες μες στο σπίτι.
Καμιά φορά, εδώ που μένω,
τις νύχτες δεν βρίσκεις ησυχία,
ακούγεται βαβούρα μέσα κι έξω.
Καμιά φορά, εδώ που μένω,
ακόμα κι η σιωπή κάνει θόρυβο
τόσο δυνατό που βουίζουν τ’ αυτιά σου.
Καμιά φορά, εδώ που μένω,
τα ρολόγια σταματούν να λειτουργούν
κι ο χρόνος σου φαίνεται άλλοτε ελλιπής κι άλλοτε περιττός.
Έτσι κι εγώ, καμιά φορά (εδώ που μένω),
αναποδογυρίζω έπιπλα, ξεκρεμάω κάδρα,
πετάω κάτι μουχλιασμένα βιβλία και γρατζουνισμένους δίσκους.
Βάζω μουσική στη διαπασών,
ανοίγω τις κουρτίνες, παίρνω φόρα
και πετάω πάνω απ’ τις ταράτσες.
3.
Πότε θα βρω μια ρωγμή
να την σκαλίσω,
να μπω μέσα να χαθώ;
Μπούρδες.
Εκεί θα κρύψω εσένα,
αυτοκαταστροφικό μου εγώ,
να καλύψεις το κενό.
Κι ύστερα,
θα απολαμβάνω τον ήλιο χασκογελώντας
που μπόρεσα να σε ξεφορτωθώ.
Μα ο ήλιος φέρνει τις σκιές.
Κι εσύ τρέφεσαι από αυτές.
Κι εγώ αγαπώ τον ήλιο.
Κοίτα μπέρδεμα.
[Χαραυγή]
1.
Η ανάσα μας βαριά.
Τα πόδια μας χορεύουν τανγκό πάνω στο οδόστρωμα.
Μπροστά – πίσω, μπροστά – πίσω.
Ξέρουμε τα βήματα.
Ένα συνεχόμενο ντουέτο διεκδίκησης.
Τα πνευμόνια μας πλέον γέμισαν στάχτη.
Οι φωνητικές μας χορδές ηφαιστειακό πεδίο,
αναδύοντας λάβα κραυγής.
Κανένας συμβιβασμός.
Ο ήλιος φωτίζει τα καμένα χείλη μας
σχηματίζοντας αυλάκια στα μάγουλα μας.
Πίσω από το τζάμι, το έδαφος στα έδρανα είναι γόνιμο.
Κι εμείς θα συνεχίζουμε να φυτεύουμε γιασεμί.
2.
Ο ήλιος έλουζε σαν χρυσό σεντόνι
σώματα αγκαλιασμένα, παραδομένα
σε πλεγμένα μοτίβα μιας ανθισμένης αγάπης,
που μύριζε λεμονόχορτο.
Όταν οι κόσμοι ξεδιπλώνονται στη σιωπή,
στους γευστικούς κάλυκες επικρατεί η κανέλα
με μόνο ήχο μια συνεχόμενη αρρυθμία,
αενάως προς μια αδιάκοπη ηδονή.
3.
Γραμμές παράλληλες, χαραγμένες
στις άκρες των βλεφάρων.
Σκοινί αόρατο, δανικό, πλήρες
γαντζώνεται στο στέρνο εκείνων.
Στο πρωινό τους ξύπνημα,
όπου ο ήλιος αγκαλιάζει μυστικά κρυμμένα,
ο χρόνος χορεύει αφήνοντας χρώματα αυτόφωτα,
κρατώντας όνειρα, βλεμμάτων
ανάγκες, αμφίδρομων κόσμων
αντικριστά.
[artworks : MARISA MAESTRE]