I.
Νέγρος εγώ, έχω δει χέρια νέγρικα μιλιούνια και μιλιούνια,
μικρά νέγρικα δαχτυλάκια να ξεμυτίζουν από μάλλινες φασκιές ή φανελένιες
ζητώντας ν’ αρπαχτούνε απ’ τη ζωή,
ζητώντας ν’ αρπαχτούνε από ρώγες νέγρικες
πού ‘ναι στα νέγρικα βυζιά της νέγρας μάνας.
Κρατάγαν κόκκινα, πράσινα, μπλε, κίτρινα, πορτοκαλιά,
άσπρα και βυσσινιά παιχνίδια μέσα στις παιδικές γροθίτσες.
Κρατάγανε σοκολατάκια, μέντες, καραμέλες και ζαχαρωτά
και παγωτά και κουλουράκια
με δαχτυλάκια βρώμικα, πασαλειμμένα.
Κι είχανε μπάλες και ραβδιά και γάντια
και βόλους και σουγιάδες και σφεντόνες για παιχνίδι.
Είχαν πεντάρες και δεκάρες, τάληρα, φραγκοδίφραγκα
και πότε πότε, την Πρωτοχρονιά, το Πάσχα,
στο γενέθλιο του Λίνκολν, την Πρωτομαγιά,
ένα καταπράσινο ολοκαίνουργιο δολάριο.
Κρατάγαν πένες, χάρακες, χάρτες, τετράδια και βιβλία
με τις παλάμες λεκιασμένες από το μελάνι.
Κρατάγαν ζάρια και χαρτιά, μισόκιλες μπουκάλες, στέκες, τσιγάρα
κι άλλα παρόμοια που δείχνουν τ’ αντριλίκι.
II.
Νέγρος εγώ, έχω δει χέρια νέγρικα μιλιούνια και μιλιούνια,
κουρασμένα κι αδέξια, γιομάτα κάλους, βρώμικα, όλο παρανυχίδες, ροζιασμένα,
πιάνονταν στα γρήγορα λουριά των μηχανών και σπάγαν και συνθλίβονταν και κόβονταν.
Ακούραστα δουλεύοντας στις μηχανές τις αεικίνητες,
σώριαζαν όλο και πιο πολύ χρυσάφι στις τράπεζες των αφεντάδων.
Στοίβαζαν όλο και πιο πολύ ατσάλι, σίδερο, ξυλεία, στάρι, σίκαλη,
βρώμη και καλαμπόκι, μπαμπάκι, λάδι και μαλλί
και κάρβουνο και κρέας και φρούτα, και πέτρα και γυαλί
μέχρι πού ‘μενε περίσσιο.
Άρπαζαν τότε όπλα και τα κρέμαγαν στις πλάτες,
σέρνονταν στο χαράκωμα και πολεμούσαν και σκοτώνανε και κυριεύανε λαούς
για νά βρει πελατεία το εμπόρευμα
που αυτά τα ίδια νέγρικα χέρια φτιάξαν.
Και πάλι χέρια νέγρικα στοίβαζαν τ’ αγαθά
μέχρι που πάλι έμενε περίσσιο.
Τότε, τα χέρια τα νέγρικα
κρατάγανε τρεμάμενα στις πόρτες των εργοστασίων
το φοβερό χαρτάκι της απόλυσης.
Και τα χέρια τα νέγρικα κρεμάγαν άνεργα και κουνιόνταν αδειανά,
γίνονταν μαλακά, άσπρα κι αδύνατα από την ανεργία.
Γίνονταν νευρικά και ιδρωμένα, ανοίγανε και κλείνανε από πόνο,
αμφιβολία και δισταγμό, αναποφάσιστα.
III.
Νέγρος εγώ, έχω δει χέρια νέγρικα μιλιούνια και μιλιούνια,
τις μέρες που αργοπέθαιναν, ν’ απλώνουν στ’ αγαθά που τα ίδια είχαν φτιάξει.
Αλλά τ’ αφεντικά προειδοποιούσαν πως τ’ αγαθά ήτανε δικά τους, δεν ανήκαν σ’ αυτά.
Τότε, τα νέγρικα τα χέρια, απελπισμένα,
χτυπάγανε για να υπερασπίσουν τη ζωή τους, κι έτρεχε αίμα.
Τα σκυλιασμένα αφεντικά έλεγαν ότι κι αυτό ήτανε λάθος.
Έτσι, τα νέγρικα τα χέρια νιώθανε κρύα τα σιδερένια κάγκελα της φυλακής
που τα ίδια είχαν φτιάξει.
Μέτραγαν μ’ απελπισία το πόσο δυνατά ήταν κι εύρισκαν πως δεν μπορούσαν
μήτε να τα λυγίσουν μήτε να τα σπάσουν.
Τότε πάλευαν, και γδέρναν κι αγωνίζονταν.
Έρχονταν όμως χίλια λευκά χέρια και τα δένανε.
Τότε τα χέρια τα νέγρικα σήκωναν τις παλάμες σε μια βουβή και μάταιη ικεσία
μπροστά στα νερουλιασμένα πρόσωπα
ενός όχλου άγριου μέσα στην κραιπάλη του σαδισμού του.
Και τα χέρια τα νέγρικα τεντώνονταν και γδέρναν μάταια τη θηλειά
πού ‘σφιγγε το νέγρικο λαρύγγι.
Τα νέγρικα τα χέρια σιόνταν και χτύπαγαν κατάτρομα
τις ψηλές φλόγες που ψήναν και κατάκαιγαν τη νέγρικη σάρκα.
IV.
Νέγρος εγώ, έχω δει χέρια νέγρικα υψωμένα σε γροθιές ξεσηκωμού,
πλάι πλάι με χέρια λευκά, εργατών λευκών.
Κάποια μέρα -και μόνο τούτη η σκέψη με κρατάει-
κάποια μέρα θάναι μιλιούνια και μιλιούνια από δαύτα,
κάποια μέρα κόκκινη, που θα ξεσπάσει μια καταιγίδα από γροθιές
σ’ έναν ορίζοντα καινούργιο.
[Μετάφραση : Μιχάλης Τρανουδάκης
artworks : Whitfield Lovell]