Search
Close this search box.

Διαβάζουμε Ζούμε Ονειρευόμαστε

Διαβάζουμε Ζούμε Ονειρευόμαστε

[Ανέκδοτα ποιήματα] της Κωστούλας Μάκη

Επίδοξοι

Επίδοξοι γαμιάδες
καταγράφουν σε μπλοκάκι
κάθε κατάκτηση μελλοντική
συμψηφίζοντας
οφέλη και ζημίες.
Χιονίζει τέχνη
κουλτούρα εξοχική
ανθίζουν τα λουλούδια
η τσίκνα από το κατσίκι
πανηγυρίσια
ανέβαινε στους ουρανούς.
Το κλέος των αιώνων
ονειροφαντασία
επανάστασης αρρενωπής
με ιδεώδη κτητικά.
Τα αφιερώματα πολλά.
Το σεξ λιγάκι χλιαρό
χωρίς δεσμεύσεις.
“Δεν το λες λίγο αυτό”
διαπιστώνουν
καθώς σκεπάζουν τρυφερά
τη σύζυγο
που με τόση υγρασία
παλαιοντολογική
ριγά.
Η αισθητική τους
ξεκοιλιασμένη αλεπού
με φουντωτή ουρά
σε μαύρη λεωφόρο.
Κρεμαστές μνήμες
παλιότερων εαυτών
τους βλεφαρίζουν
με μειδίαμα σαρκαστικό.

Της πόλης ανθωδία


Στην ανθωδία τους
πόσο πολιτικές είναι οι κουτσουπιές
και οι επιγραφές στα μαγαζιά
πόσο πολιτικές κι αυτές;
Στην πόλη αξημέρωτα
πωλούνται γαρδούμπες
ματιές χριστουγέννων
σκάγια μισοτιμής
οστά αγίων
-που τους γνωρίζουν οι πιστοί-
Την ποίηση
λένε οι κριτικοί
πρέπει διαρκώς να επικαιροποιείς
να αποτυπώνεις
το σύγχρονα πολιτικό
με νέα αισθητική.
Απόφυγε του καθημερινού
τα ίδια και τα ίδια.
Χθες είχε κουφόβραση αποπνικτική.
Μού ρούφηξαν το αίμα τα κουνούπια.
Πολιτική
πάντα πολιτική
του αίματος ρουφήχτρα.
Κι αν την ταιριάξεις
με στίχους καταραμένου ποιητή
ίσως
σε προσφωνήσουν και ΄σένα
ποιήτρια πολιτική.



Σουρικάτα

Πού κρύφτηκε η σουρικάτα;
Το γέλιο σου
λεπτή φέτα κρέατος.
Αναζητείται
παιδί για όλες τις δουλειές
να το μοιράσει με δελτίο
σε όσους ακόμα το αναζητούν.
Πώς στις προβλέψιμες κρυψώνες
δεν μ’ αναζήτησες ποτέ
παρά μόνο
με μονότονο εμπειρισμό
προέβλεπες αφανισμούς;
Πού πήγε
πού
το κοτσιφόπουλο
του ορυχείου;
Εναπομείνας ανθρακωρύχος
στον ύπνο του
πλευρό αλλάζει
και ονειρεύεται
κάποια ύστερη διαφυγή:
εμένα νέα καλόβολη
που όταν γυρίσει
θα τον περιμένει
μ’ ένα ποτήρι
κρύο νερό.
Εγώ ίσως να είμαι η σουρικάτα.
Κι αν ψάξεις
θα με βρεις
εκεί που οι τσαρλατάνοι
τώρα
αλλάζουνε κοστούμι
για να υποδεχτούν
μιαν άνοιξη σε ευτελή τιμή.


Το υποσύνηθες


Το υποσύνηθες
πεντακάθαρα ρούχα
δεν φόρεσε ποτέ.
Ασπάζεται
μαϊμούδες απειλητικές
κρύβεται
στους θόλους της ανίας
σε κάτι ειρωνικές ποιητικές διαδρομές
χωρίς κοινό
σαν τα γενέθλια
μοναχικού παιδιού
όπου δεν εμφανίστηκε κανείς
και οι γονείς
άκομψα
προσπαθούν να το παρηγορήσουν.
Οι ήχοι του
κρόταλα
από λειψά
κοκκαλάκια των νεκρών
σε ιδανικές περιπτώσεις
ό,τι μένει
απ’ τα φιλιά των εραστών
-πόσο κοινότοπο κι αυτό-
Η οσμή του
φρέσκες πατάτες στο τηγάνι
κι άλλοτε
μασχάλες γυναικείες
δίχως αποσμητικό.
Το υποσύνηθες
μνημονικό γδύσιμο
κρυφό
αναμέτρηση
με ιστορίες παροντικές
που έρχονται από πολύ παλιά.
Στου facebook
το σχεσιακό προφίλ του
όλο αλλάζει γνώμη.
It’s complicated
γράφει τη μια
ελεύθερο την άλλη.
Κι εσείς;
Πού βρίσκεστε εσείς;
(σε άνοια διαρκείας;)
Δοξάστε με λιγάκι
σας παρακαλώ
και θα ΄βρω
κι άλλα ευφάνταστα
να σας αφηγηθώ
για τα μαγικά απόνερα του βίου.
Πάντα σε φιλικές τιμές.
Νυν και αεί.

Αμφιβληστροειδής κύρτωση στην ταράτσα

Και η κορυφή του κύματος σήκωνε αυτόν τον ιππότη μπροστά στη γυναίκα έτσι όπως
πρέπει να αναδύθηκαν κάποτε στις κορυφές των κυμάτων οι σειρήνες μπροστά στον
Οδυσσέα.
(Walter Benjamin, Το φεγγάρι, Όνειρα)


Ούτε νύχτα, ούτε μέρα. Άχρονο απόγευμα, σύννεφα μαβιά, με κάποιον τρόπο ο ουρανός
πράσινο λαχανί κι από ψηλά εξελισσόμενη συνάντηση των εραστών μετά από καιρό.
Πανοπλία για πρώτη φορά κανείς από τους δυο τους δεν φορά. Πιάστηκαν χέρι-χέρι χωρίς
μια λέξη να χρειάζεται να πουν. Στο πανοραμικό τοπίο η θάλασσα σε βαθύ μπλε θολό είχε
κύματα πολλά. Αριστερά και δεξιά ο κόλπος που αντίκριζαν ήταν μεγάλος όσο πρέπει, κι
αυτοί στέκονταν στο κέντρο της ταράτσας. Όλα αμφιθεατρικά. Τα κάγκελα άσπρα, χοντρά,
φτιαγμένα από τσιμέντο σαν να βρίσκονταν σε πίνακα του Χατζηκυριάκου Γκίκα, με ίχνος
όμως από ατμόσφαιρα υπερφυσική. Περιστασιακά έβλεπαν κοντά στην ακτή- αλλά και πιο
βαθιά- πλοκάμια πολύχρωμα να χορεύουν και να σπαρταράν. Ήταν αγαπημένοι, μόνοι και
ευτυχείς πολύ και όσα τους χώριζαν είχαν εξαφανιστεί. Τους κυρίευε μια αυξανόμενη
πληρότητα αιφνιδιαστική που ήξεραν ότι ήταν κατόρθωμα δικό τους μετά από εκστρατείες
χρόνων. Κι ήξεραν επίσης κι οι δυο καλά τι θα ακολουθούσε.
Ο μόνος τρόμος μην ξυπνήσουν.
Η αφύπνιση είναι άλλη μια έλλειψη λυπητερή. Η έλλειψη κύρτωση διαρκής που όλα όμως
τα κάνει μπορετά.
Και ξύπνησε μόνον αυτή και σκέφτηκε πως ούτε το όνειρό της δεν μπορούσε να του πει.
Ή να του εξομολογηθεί πως το όνειρο ήταν βεβαίως η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής της.


More Interesting Posts

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Subscribe to My Newsletter

Subscribe to my weekly newsletter. I don’t send any spam email ever!