VI
το γράψιμο ερχόταν πάντα από
μόνο του
περπατώντας σ’ ένα βρώμικο στενό
κοιτώντας τ’ αστέρια μια βουβή νύχτα
στα κορίτσια που μας χαμογελούσαν
αυτό που έμενε ήταν να γεμίσει λέξεις ένα χαρτί
δεν είχαμε τίποτα κι αυτά που ζητούσαν οι άλλοι
μας φαινόταν περιττά
μόνο ένα ποίημα περίμενε
ένα άγιο ιερό ποίημα γραμμένο πάνω
στους λερούς τοίχους
γεννιόταν
η σύγχρονη ποίηση μας φαινόταν ανούσια , βαρετή
χωρίς σπίθα
κι εμείς περιμέναμε
περιμέναμε κάτι μαγικό
που θα ερχόταν ξαφνικά ένα κρύο βράδυ
το ποτό μας συνόδευε πάντα
ήμασταν ευτυχισμένοι καθώς παραπατούσαμε
άλλο ένα ποίημα
άλλη μια υπέροχη νεκρή νύχτα:
τι υπέροχο να τραγουδάς μόνος
στους έρημους νυχτερινούς δρόμους
(από τη συλλογή “Άγιες, αιματόβρεκτες και άχρηστες λέξεις”)