Δόξα σοι ο Θεός! η κρίση –
ο κίνδυνος επέρασε,
κι η καρδιοβόρα αρρώστια
έχει τελειώσει πια –
κι πυρετός, που τόνε λένε «Ζωή»,
νικήθη τέλος.
Θλιβερό είναι, το ξέρω
νάμαι γδυμένος απ΄ τη δύναμή μου,
και δε μπορώ να αναδέψω μήτε τι,
ενώ κείτομαι έτσι ξαπλωμένος –
μα τι με νοιάζει! – νιώθω
στο κάτω της γραφής πως είμαι πιο καλά.
Κι έτσι ήσυχα αναπαύομαι,
τώρα, στο κρεβάτι μου,
που ένας θεατής
μπορούσε να με πάρει για νεκρό –
μπορούσε και ν΄ ανατριχιάσει, καθώς θα με κοιτούσε,
θαρρώντας με νεκρό.
Παράπονα και βόγγοι,
λυγμοί και στεναγμοί,
είναι τώρα ησυχασμένοι,
και, μαζί τους, κι ο χτύπος
της καρδιάς : – α! ο φριχτός,
ο φριχτός ο χτύπος!
Η αρρώστια – η αηδία –
κι η ανήμερη οδύνη –
πάψαν, μαζί κι ο πυρετός
που φρένιαζε το νου μου –
πάψαν, μαζί κι ο πυρετός που τόνε λένε «Ζωή»,
που φλόγιζε το νου μου.
Κι απ΄ όλα τα μαρτύρια –
εκείνο το μαρτύριο, το πιο τρανό απ΄ όλα,
έχει κοπάσει, το τρομερό
μαρτύριο της δίψας,
για το θειαφένιον ποταμό
του κολασμένου Πάθους : –
ήπια ένα νερό,
που σβήνει κάθε δίψα.
Ένα νερό που ρέει
με ήχο νανουριστό,
από μια πηγή, που τρέχει λίγες
πιθαμές κάτου απ΄ τη γη –
από μια σπηλιά που είναι σε λίγο βάθος,
κάτου απ΄ τη γη.
Κι ω! ας μην
ειπωθεί απερίσκεπτα
πως είναι η κάμαρή μου σκοτεινή,
και το κρεβάτι μου στενό –
γιατί άνθρωπος ποτές,
σ΄ αλλιώτικο κρεβάτι δεν κοιμήθη·
και, για να κοιμηθεί, μόνο
σ’ ένα κρεβάτι τέτοιο πρέπει να πλαγιάσει.
Το βασανισμένο μου μυαλό,
εδώ αναπαύεται γλυκά,
ξεχνώντας ή ποτέ
μη νοσταλγώντας πια τα ρόδα –
τις παλιές λαχτάρες του
για μύρτα και για ρόδα.
Γιατί τώρα, ενώ κείτεται
τόσο ήσυχα, ονειρεύεται
σιμά του μια πιο άγιαν ευωδιάν
από πανσέδες,
έτσι σαν δεντρολίβανο
μαζί με πανσέδες –
μια ευωδιά από απήγανο και ωραίους
αγνούς πανσέδες.
Και κείτεται έτσι ευτυχισμένο,
λουσμένο μέσα
στ΄ όνειρο
της ομορφιάς της Άννι –
λουσμένο μέσ’ σ΄ ένα λουτρόν
απ΄ τα μαλλιά της Άννι.
Τρυφερά με φίλησε,
κι ερωτικά με χάιδεψε,
και τότε έπεσα γλυκά
να κοιμηθώ στα στήθια της –
πολύ βαθιά να κοιμηθώ,
εξαιτίας του παραδείσου των στηθιών της.
Άμα τα φώτα σβήσανε,
με σκέπασε ζεστά,
κι ύστερα τους αγγέλους παρακάλεσε
να με φυλάν απ΄ το κακό, –
των αγγέλων τη ρήγισσα,
να με φυλάει απ΄ το κακό.
Και κείτομαι έτσι ήσυχα,
τώρα, μέσ’ το κρεβάτι μου
(ξέροντας την αγάπη της),
που με θαρρείτε για νεκρό –
αναπαύομαι έτσι ευχάριστα,
τώρα, μέσ’ το κρεβάτι μου
(με την αγάπη της μέσα στην αγκαλιά μου)
που εσείς με λέτε για νεκρό –
κι ανατριχιάζετε, άμα με κοιτάτε,
θαρρώντας με νεκρό.
Μα η καρδιά μου είναι πιο λαμπερή
απ΄ τ΄ αναρίθμητα
άστρα τ΄ ουρανού,
γιατί λάμπει όλη απ΄ την Άννι –
φέγγει απ΄ το φως
της αγάπης της Άννι μου –
απ΄ τη σκέψη του φωτός
των ματιών της Άννι μου.
[*Μετάφραση: Ναπολέων Λαπαθιώτης]