[πρώτα πέφτουμε μετά σκουντουφλάμε]
προσπερνώ το επουσιώδες της εποχής
σημαίνει ψάχνω την παραμικρή αφορμή
να επιστρέψω στις μικρές λεπτομέρειες
του παρελθόντος μου
πολλά πράγματα με κάνουν να βγάζω
εξανθήματα – άλλο πια δεν μπορώ
πως να αντέξω αυτόν τον βρομόκαιρο;
μοιάζει με τον θόρυβο της θάλασσας
που μου προκαλεί σύγχυση την ώρα
που γράφω και νιώθω πως καταρρέω
πως πνίγομαι ή πως ένα ακέφαλο φίδι
σπαρταράει μέσα στο μυαλό του
χώρια και μακριά απ τις σκέψεις του
μα επιμένω ξανά και ξανά να κρατηθώ
στην επιφάνεια του αιώνα μας
εγώ να είμαι το δόλωμα και να ταΐζω
της ψυχής μου τα σημεία και τα τέρατα
ξανά και ξανά ανασάνω με πολύ κόπο
φωνάζω με σπασμένη τη φωνή μου
δεν είναι ξεκάθαρο τι θέλω ή τι ζητώ
μα είναι το ουρλιαχτό μου τόσο έντονο
που φωτίζονται όλα γύρω και γίνονται
κατάλευκα σαν την απαλή καμπύλη
του χρόνου στο δέρμα ενός κόσμου
που δυστυχώς μου είναι αδιάφορος