[απ τις αναμνήσεις προκύπτει η άνοιξη]
η μέρα έλαμπε απ την εαρινή λάμψη
φταρνιζόμουν απ την άφθονη γύρη
και το χνούδι απ τους ευκάλυπτους
και εκεί ανάμεσα στα φταρνίσματα
νάσου πέρασες εσύ με ένα χαμόγελο
κρυμμένο κάτω απ τη θλιμμένη μάσκα
να πεις στα πεταχτά μια καλημέρα
μοιραστήκαμε δυο τρεις κουβέντες
όρθιοι στον δρόμο σαν απ την τυχαία
συνάντηση να εξαρτιόταν το μέλλον
όλου του σύμπαντος κόσμου
ο αέρας γέμισε απ το άρωμα σου
κοντοστάθηκες κόντρα στον ήλιο
με φόντο έναν ροδοκόκκινο ουρανό
στην έξαρση ενός μάη που βυθιζόταν
στη βοτανική περιδίνηση του ανέμου
κοιτούσες τα ξερά φύλλα που έπεφταν
απ τα κουρασμένα απ το γήρας δένδρα
και εγώ άκουγα το θόρυβο απ την αργή
πτώση τους στο κενό της απελπισίας
και την πρόσκρουσή τους στο έδαφος
η στιγμή ήταν για μένα ένα ανθολόγιο
ποίησης με εικόνες υστερικής ομορφιάς
η ψυχή μου είχε μεθύσει στη σκέψη μόνο
πόσο άκοπα είχα γίνει κι εγώ ένας ποιητής
άλλες φορές πάλι μπορώ να σε φαντάζομαι
όταν κλείνουν οι πόρτες και απομακρύνομαι
απ τον κόσμο όταν στερούμε τον καθαρό
ηλιόλουστο αέρα ή όταν κάθομαι μοναχός
στα ξύλινα παγκάκια μιας πλατείας
και ικετεύω ένας άνεμος να μου ξεριζώσει
το πρόσωπο ή να νιώσω στο πέρασμά του
την τρυφερή ζεστασιά που νιώθει
ένα νεογέννητο παιδί απ το μητρικό χέρι