[το πικρό γάλα της χαμένης αγάπης]
ο στόλος με τα καράβια
των επιθυμιών μου ξανοίγονται
στους πιο εξαγριωμένους ωκεανούς
της ψυχικής μου
οδύνης και το αόρατο χέρι του θεού
με παρασέρνει
στη ζέστη μιας άγνωστης αγκαλιάς
που με σφίγγει μέχρι να με πνίξει
υπέροχο πρωινό που δαιμονίζει
το μυαλό μου
εξαίσιε εχθρέ που με την όψη σου
με κάνεις να ανατριχιάζω
ανεμίζοντας της καρδιάς μου τον
υπέρηχο
στο διάστημα καταδικάζοντας με
στην ματαιοδοξία της μοναξιάς
άσε τα μάτια μου να σβήσουν μέσα
στα μάτια σου
το καλοκαίρι αν είναι να χορτάσω
με γεύση σταφυλιών
απ τα στήθη σου κάθε μέρα που περνά
όλο και πιο
πολύ να μεθύσω να ξεχαστώ για πάντα
στα μαύρα σκοτάδια
του αφανέρωτου μέλλοντος για
όλους τους κοινούς θνητούς