[όταν χρειάζεσαι ένα ταξί άμεσα]
κάποιος που θα μας παρατηρούσε θα μπορούσε
να πιστέψει πως ήμασταν ένα παντρεμένο ζευγάρι
που πήρε το τρένο από την Αθήνα για Θεσσαλονίκη
κι όμως ήταν τελευταία φορά που θα ήμασταν μαζί – θυμάμαι
κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο να θαυμάζουμε
την ομορφιά του συνηθισμένου: τα ενδιάμεσα μέρη τον κόσμο
με την πλάτη γυρισμένη προς εμάς τους μικρούς
εγκαταλειμμένους σταθμούς της ιστορίας μας – τις ενδιάμεσες
στάσεις που δεν κατεβαίνει κανείς – με σφιγμένο το στήθος
και το στομάχι λαγοκοιμήθηκα απέναντι σου – υπήρχε ένα άρωμα
από συνθετικό δέρμα στα καθίσματα – ξύπνησα νωρίς
σου ζήτησα να πάμε στο μπαρ να πάρουμε λίγο καφέ
μου είπες : κοιμήσου περισσότερο έχουμε ακόμα ώρα ταξίδι
στο σταθμό – δεν είπαμε πολλά
πήρες τα πράγματά σου και μου χάρισες ένα χαμόγελο
μετά φύγαμε όπως είχαμε σχεδιάσει.
στάθηκα δίπλα στην πόρτα του σταθμού ζαλισμένος
από την εξάντληση και την απολυτότητα του οριστικού
προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω ότι αναπνέω
φόρεσα το παλτό μου πήρα την τσάντα μου και γυρίζοντας σε είδα
μέσα από το βρώμικο παράθυρο να στέκεται έξω κοιτάζοντας
κατά πάνω μου. κοιταχτήκαμε χωρίς την παραμικρή έκφραση
καμιά σύσπαση του προσώπου – αόρατος ανύποπτος ακίνητος
χρόνος – αυτή η στιγμή ήταν ίσως η μοναδική απόδειξη
ότι κάποτε με αγάπησες πραγματικά. μετά από αυτό ήμουν
ένας μοναχικός άνδρας που κουβαλούσε την τσάντα του
ρωτώντας κάποιον περαστικό σε ποιο σημείο του δρόμου
θα έπρεπε να σταθεί για να περιμένει να βρει ένα ταξί