[Θοδωρή Μπασιάκο κέρασε με ένα ποτό να σταματήσω να μιλάω]
οι αναμνήσεις οργιάζουν μας γδέρνουν την ψυχή χωρίς ανακωχή
ό,τι μας ένωσε μ αυτή τη ζωή κανένα καλοσυνάτο σύμπαν δεν μπορεί
να το εξαφανίσει
μια σταλα πικρή και ένα φύσημα του αέρα ο χωρισμός σαν δανεικός θάνατος
να σου μιλά ο άλλος με πολύ κόπο και όλες οι φράσεις να αρχίζουν με την ερώτηση
“θυμάσαι;”
τόση ζέστη που καίει της αγάπης μας την περήφανη ράτσα
των ονείρων μου μια ασύλληπτη συνάντηση με έναν ουρανό σε χρώμα σμαραγδί
θυμάμαι εκδρομές κουβέντες αρώματα μουσικές βλέμματα
μεθύσια θάλασσες γέλια πίκρες σιωπές καπνούς ποιήματα
φιλίες προδοσίες πλατείες καφενεία κλάματα αλήθειες ψέματα
θυμάμαι στιγμές που ζήσαμε και αναρωτιέμαι αν όλα αυτά έγιναν ή απλώς τα ονειρεύτηκα
τι είναι μια ώρα – ένας ελικοειδής αιώνας σαν ένας λαβύρινθος ατελείωτος
τι είναι η ζωή – χιλιάδες ώρες στη ζωή ενός μοναχού – μια εκπληρωμένη αιωνιότητα
και ύστερα μια φωνή απ το υπερπέραν σε ρωτά
– ρε φίλε – ζήσαμε και ωραίες στιγμές – έτσι δεν είναι;
τότε μισείς αυτά που αγαπάς και αγαπάς ακόμα κι αυτά που μίσησες
εκατό χρόνια ζωής περνούν σε ένα δευτερόλεπτο μπροστά απ τα μάτια σου
πόνος βαθύτερος της απόλυτης μου μοναξιάς η αχνή προοπτική του μέλλοντός μου