[η ορθοστασία της μεγάλης τρίτης]
τέτοια μέρα μικρό παιδί μου άρεσε
να χάνομαι στους διαδρόμους
σε επαρχιακά νεκροταφεία όπου η σιωπή
έμοιαζε σαν φλερτ με ατύχημα
να τσιγκλίζω τους πεθαμένους
πετώντας στους τάφους κονσερβοκούτια και χαλικάκια
μήπως και ξυπνήσουν γιατί είχα ακούσει στο κήρυγμα
πως ο θάνατος ονομάζεται και μεγάλος ύπνος
μέχρι που μια μέρα σκαρφαλωμένος σαν αγρίμι
σε φρεσκοασπρισμένους μαντρότοιχους
πέφτω και γυρίζω σπίτι μου λαβωμένος
με αναφιλητά και με αίματα να τρέχουν στο κεφάλι
των αμαρτιών μου τα πλήθη
και των κριμάτων σου την άβυσσο,
ποιος μπορεί να τα εξιχνιάσει;
μην με καταφρονείς
εσύ που έχεις τ’ αμέτρητο έλεος
με προβλημάτιζε το κατά ματθαίον ευαγγέλιο
και οι παραβολές του μου προκαλούσαν σύγχυση
αποκοιμήθηκαν οι μωρές ή οι φρόνιμες παρθένες
μέχρι σήμερα στο ορκίζομαι πως δεν μπορώ να θυμηθώ
ποιες ξέχασαν να έχουν μαζί τους
λιγάκι παραπάνω λάδι για να μη σβήσουν
τα λυχναράκια τους
περιφρονούσα επίσης όσους τη μεγάλη βδομάδα
πήγαιναν κάθε μέρα στο μοναστήρι
για να προσευχηθούν
και στεκόμουν έξω μέσα στη ανοιξιάτικη ψύχρα
μαγεμένος να ακούσω απ΄τα μεγάφωνα
αυτά τα καταπληκτικά λόγια
που δεν μπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς λένε
αλλά που με έκαναν να νοιώθω
μια ηδονή σαν υπέροχη κούραση
και ευτυχώς που είχαν βάλει στο προαύλιο
παγκάκια να ξεκουραζόμαστε απ την ορθοστασία