[εκούσια μέθη απ το νέφος της αστερόσκονης]
παριστάνω τον αι γιώργη ή τον δράκο;
μεθώ με τα πράσινα φύλλα της άνοιξης
ασθενώ το καλοκαίρι και σωπαίνω
κατευνάζω την ζάλη απ τον πυρετό μου
στη δροσιά και το σκοτάδι της νύχτας
με το στόμα ανοιχτό κάτω απ τα σύννεφα
που τρέμουν σφιχταγκαλιασμένα τ αστέρια
περιμένω να φουσκώσει και να βρέξει
να κυλήσει μέσα μου ολόκληρος ουρανός
μεθυσμένοι από τη μοναξιά του φεγγαριού
και τους έναστρους ουρανούς
οι αγαπημένοι μου ποιητές είναι εδώ και καιρό
νεκροί και ξεχασμένοι
ο ουρανός όμως στέκεται πάντα εκεί ακίνητος
οι καταρράκτες του ρέουν ακατάπαυστα
αλλά εγώ που θέλω να ζήσω κάθε μου στιγμή
σαν τον κατάδικο της ερήμου διψάω ακόμα
[* Η ΔΙάΘεσηΗΜέΡας έχει γραφεί
για να διαβαστεί με υπόκρουση
την προτεινόμενη μουσική]