[το αποτύπωμα της ζωής στους άρρωστους ανθρώπους]
η θάλασσα απλωμένη και άφθονη για όλο τον κόσμο
θα απλωθεί, σαν το δαιδαλώδες μονοπάτι του νερού της
η γεύση του πόνου μου θα είναι σκληρή και αλμυρή
ο χρόνος και οι μέρες που κινούνται κυλάει σαν βάρκα
θα ξεχάσω τον εαυτό μου στην κορυφή των λόφων
τη ζεστασιά των ματιών μου που τα είδαν να ανθίζουν
ενώ ο τζίτζικας που κάθεται στα κλαδιά του αγκαθιού
θα δυναμώσει την τσιριχτή κραυγή της επιθυμίας μου
στα χωράφια της βοιωτίας το πράσινο έγινε καφετί
το πυκνό γρασίδι στην άκρη των χαντακιών ξεράθηκε
αισθάνομαι συγκλονισμένος και ανοίγω τα φτερά μου
όπως φαίνονται από τις σκιές των όρθιων χεριών μου
η φύση ήταν πάντοτε η χαρά μου και η επικράτειά μου
η θέρμη της επιμονής μου θα αναπνεύσει στον αέρα
στην απελπισία της ανθρώπινης θλίψης θα χαρίσω
σαν κληρονομιά το σχήμα της παλλόμενης καρδιάς μου