[ο αιτών πρόσβαση άσυλου στον ουρανό]
σε θυμάμαι μετά τα μεσάνυχτα
να ξυπνάς από τους αφόρητους πόνους
να παλεύεις με την αναπνοή και τα σωληνάκια
παροχής οξυγόνου –
να έρχονται οι νοσοκόμες να σου προσφέρουν
την προσωρινή ανακούφιση της μορφίνης
θυμάμαι ακόμα πώς πάλεψα τον δικό μου πόνο –
το εύρος της ευθύνης και των τύψεων
όλα τόσο βαριά – τι ασήκωτα που ήταν- ανάμεσα
στα βάσανά σου κάτι έπρεπε να κερδίσουμε –
κρατώντας σε ζωντανό για άλλη μια νύχτα
το πρωί να ξαναρχίσω τη σκληρή μας μάχη
για τον λίγο χρόνο που σου απέμεινε
μη γνωρίζοντας ότι ήσουν τόσο κοντά στο θάνατο
σου έφερα λίγο απ το γλυκό που σου άρεσε
ένα τελευταίο μπάνιο καθαρισμού – το ξύρισμα
μια ιεροτελεστία και ένα ποίημα που σου διάβασα
δυνατά ενώ εσύ είχες κλειστά τα μάτια
διάλεξες τη στιγμή που έφυγες πατέρα μου
την ώρα που σου ομολογούσα τον θαυμασμό μου
την αιώνια μου ευγνωμοσύνη και την απέραντη
αγάπη – μάταια έψαξα να ακούσω την ανάσα σου