[ο παλινδρομικός ρεαλισμός της οδού σολωμού]
πρωί πολύ πρωί – βλέπω τους ανθρώπους στη γειτονιά
να κινούνται – σε κάθε στενό μια φρουρά αστυνομικών
τον περασμένο χρόνο τρεις νέες επιχειρήσεις
άνοιξαν στην πλατεία εξαρχείων
οι δύο έκλεισαν
ο άνθρωπος που με αγάπησε είναι πλέον νεκρός
η μητέρα του με παίρνει στην αγκαλιά της και κλαίει
ο ψυχοθεραπευτής μου λέει πως σημειώνω πρόοδο
λίγο ακόμα και κοντεύω να αποδεχτώ την πραγματικότητα
υπάρχει μια τρύπα στο κάτω μέρος του στομαχιού μου
δεν μπορώ να χαρώ τίποτα ούτε το φαγητό ούτε την ομορφιά
ούτε τον έρωτα όταν μου προσφέρεται
το προηγούμενο βράδυ στον ύπνο μου ένοιωσα κάποιον που με φίλησε
τώρα πια τα φαντάσματα τα αισθάνομαι και ας μη τα βλέπω
πηγαίνω στη μία δουλειά που μου έχει απομείνει – ένα μικρό
συνοικιακό βιβλιοπωλείο με μαύρο τοίχο στην πρόσοψη
παίρνω ένα πλαστικό ποτηράκι καφέ και ένα κρουασάν
στο μεταξύ ο ουρανός σκοτεινιάζει
σκέφτομαι πως πρέπει να ασπρίσω τον μαύρο τοίχο μήπως
αλλάξει η διάθεση μου
με πιάνει η βροχή και στέκομαι στη μέση του δρόμου
πλύθηκα – μαύρισε η ψυχή μου απ τον ψίθυρο του νερού
σχεδόν αγαπώ την υγρασία και ευγνωμονώ
τον ουρανό που δακρύζει ταυτόχρονα με μένα και με κρύβει
απ την αδιάκριτη ματιά του χρόνου που τόσο αργά κυλάει