[γελώντας κατά πρόσωπο τον ίδιο τον θάνατο]
θυμάμαι μια φορά μια φίλη μου που είχε πεθάνει
ο πατέρας της και ήταν αδύνατον
να την παρηγορήσω.να την κάνω να ξεχαστεί
είχα χάσει πολλούς ανθρώπους από διάφορες
αιτίες τα τελευταία χρόνια – έδεσα τη γλώσσα μου
και απλώς τέντωσα τα αυτιά μου να ακούσω
την ωμότητα της θλίψης που τη σάρωνε
της έδωσα ένα χαρτομάντιλο και της ψιθύρισα
να μου πει αν υπάρχει οτιδήποτε μπορούσα
να κάνω – εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα της
και έριξε μια ματιά στο τηλέφωνό της
άρχισε να γελάει μέχρι που στέγνωσαν
τα δάκρυά της – τη ρώτησα τι ήταν τόσο αστείο
μου έδειξε μια φωτογραφία που είχα δημοσιεύσει
στα social media με εμένα μικρό παιδί να ποζάρω
τη μέρα που πέθανε η μεγαλύτερη μου αδελφή
παίζοντας κρυφτό απ το φόβο να μην πεθάνω
και εγώ – πέρασε το τηλέφωνο στην παρέα
από χέρι σε χέρι γύρω μας τεντώθηκαν μάτια
παρά τις διαμαρτυρίες μου και όλοι έσκασαν
στα γέλια – το έδαφος χάθηκε από κάτω
απ τα πόδια μου σαν ένας ισχυρός σεισμός
να άνοιξε μια τρύπα και με ρούφηξε στα έγκατα
ευχαριστώ πολύ μου είπε – είχα ανάγκη να γελάσω