[αγκαλιασμένοι με την βουβαμάρα και την χυδαιότητα του χρόνου]
άραγε υπάρχω αν δεν με αναγνωρίζει η μητέρα μου
αν με φωνάζει με το όνομα του πεθαμένου πατέρα μου
ή με το όνομα του αγαπημένου της αδελφού
ή απλά όταν με κοιτάζει και δεν λέει τίποτα απολύτως
το μυαλό της με παρακάμπτει και ταξιδεύει πίσω
πολλές δεκαετίες πριν γεννηθώ
και εγώ εξαφανίζομαι απ αυτόν τον κόσμο
καθώς η μνήμη της όλο και περισσότερο εξασθενεί
άραγε υπάρχω αν δεν με αναγνωρίζει η μητέρα μου
ένα δίλημμα πολύ πιο σοβαρό από ένα πεσμένο δέντρο
σε ένα στενό επαρχιακό δρόμο στις στροφές της πάρνηθας
εξακολουθώ να την αναγνωρίζω και να την αγαπώ
τα καστανά μαλλιά της τα γαλάζια της μάτια το λακκάκι στο πιγούνι της
κάστρα από άμμο που τα σαρώνει η θάλασσα στην αιδηψό
θορυβώδεις γύροι του θανάτου σε λούνα παρκ στα καμένα βούρλα
άλογα και γαϊδουράκια σε αγρόκτημα στον ασπρόπυργο
χρόνο με το χρόνο να προστίθεται και ένα κερί λοξά σε μια τούρτα
το όνομά μου γραμμένο με μπλε και άσπρα κουφέτα
πράγματα που επειδή δεν συμβαίνουν πια δεν σημαίνει
πως δεν μετράνε σαν τις μικρές πολύτιμες αποδείξεις
πως υπάρχω ακόμα και αν δεν με αναγνωρίζει η μητέρα μου