[επαναπροσδιορίζοντας την έννοια της εξάρτησης]
χωρίς παπούτσια και με ένα γυαλιστερό
κόκκινο κράνος καβάλησα
στο πίσω μέρος της μηχανής του πατέρα μου
μια άσπρη βέσπα μόλις τριών ετών
πριν έλθει το καλοκαίρι και φύγω διακοπές
πριν μετακομίσουμε στο νέο διαμέρισμα
πριν τον γάμο του μικρού του αδελφού
πριν κόψουμε τα μήλα από τη μηλιά
πριν μοιράσουμε τα ρούχα του νεκρού μου αδελφού
πριν πετάξουμε τα κεραμικά πιάτα στα σκουπίδια
πριν κοπεί η αλυσίδα του σκύλου
πριν χαραχθούν τόσοι ασφαλτόδρομοι ανάμεσά μας
ένιωσα τραχύ τον άνεμο να με μαστιγώνει
τα μπούτια μου έτρεμαν σαν τα μπούτια κοτόπουλου
να πω την αλήθεια δεν ήξερα τίποτα
για τις τεχνικές επιβίωσης ενός μοτοσικλετιστή
ούτε τι πρέπει να κάνεις για να ισορροπήσεις
πάνω στις δυό ρόδες
όμως αυτό που κατάλαβα πολύ καλά είναι
πως αν επιβιώσεις κοιτάς πίσω και παρακαλάς
αυτή η επικίνδυνη εμπειρία να σου ξανασυμβεί πάλι
γιατί πριν το καταλάβεις σου προκαλεί
τέτοια ευδαιμονία που όταν σου την στερούν
νιώθεις σαν κάτι να σου λείπει απ την ζωή σου