Search
Close this search box.

Διαβάζουμε Ζούμε Ονειρευόμαστε

Διαβάζουμε Ζούμε Ονειρευόμαστε

ΔΙάΘεσηΝύΧΤας*

[έλεος λύπης της φθινοπωρινής νύχτας]

1.

όταν ήμουν μικρό αγόρι
υπήρχε ένα πηγάδι πίσω από το σπίτι μας
μια λασπώδης μικρή λιμνούλα με γατόψαρα
που λιγόστευαν με τον καιρό
τελικά γέμισε με λύματα από γειτονικές απορροές-
έγινε μια τρύπα για τα κουνούπια
μια διαρκής ενόχληση
ένας παράδεισος για αρουραίους και βατράχους
και δεν τολμούσες ούτε να πλησιάσεις
αν δεν ήθελες να βρεθείς ξαφνικά στο νοσοκομείο

τις νύχτες όλη την χρονιά η δυσοσμία ανέβαινε πυκνή
και την ένιωθες να διασκορπίζεται σε κύματα
τρύπωνε μέσα από τις χαραμάδες του παραθύρου μου
όπου κουλουριαζόμουν σαν σαλιγκάρι στα πόδια του κρεβατιού μου ενώ δυσκολευόμουν να πάρω βαθιές ανάσες

πάντα ονειρεύομαι την επιστροφή μου στο νερό:

σε έναν ξεβρασμένο δρόμο γεμάτο δένδρα
να πέφτει ορμητικό ένα ποτάμι
όπου οι ψηλές καρακάτσες να ξεκουράζονται στα πεύκα ονειρευόμουν έναν όρμο σε μια λίμνη με τέρατα
έναν κολπίσκο που σχηματίστηκε απ την πτώση βράχων
ή έναν ουράνιο μαύρο βάλτο πνιγμένο από κυπαρίσσι
και εγώ ξυπόλυτος να τρέχω προς άγνωστη κατεύθυνση
με τον καιρό να ευλογεί τη φτέρνα μου με τα λουλούδια του

2.

τα βράδια στις φυλλώδεις όχθες θρόιζουν
τρομαγμένα πουλιά –
κοκκινολαίμηδες κοπανιστές και δεκάδες σπουργίτια
θυμάμαι
μαινόμενο πάνω από το πηγάδι τον κύριο Αριστοτέλη
τον πατέρας μου
να ρίχνει θρυμματισμένα μπισκότα για τα ψάρια του

έφυγε το καλοκαίρι χάσαμε το δάσος με τα ηλιοτρόπια
γνέφοντας στον αέρα στην άκρη
του κήπου του
οι τριανταφυλλιές σέρνονται στην όχθη
από το φράγμα των σπιτιού μέχρι το υπόστεγο των εργαλείων του

3.

ένα σύντομο όνειρο
της υγρασίας των νερών του ποταμού που τον διασχίζεις
όταν δεν υπάρχει άλλος δρόμος επιστροφής

ή μόνο ένας τρόπος επιστροφής – η παλιά εθνική οδός
που οδηγεί εκεί που βρισκόταν κάποτε το σπίτι μας
ένα καφενείο μπόλικες χασαποταβέρνες
ένα βενζινάδικο απέναντι από την εθνική οδό
ένα εγκαταλειμμένο εμπορικό κέντρο
και τα αλώνια
εκεί όπου ο παππούς μου έβοσκε κάποτε άλογα

στα όνειρά μου ο ουρανός μοιάζει με ένα σβησμένο κάρβουνο
τα μεταξένια δέντρα γυμνά τρέμουν
ψηλό γρασίδι δάγκωσε τους αστραγάλους μου
σήκωσα τα πόδια μου και άρχισα να βαδίζω
κάπου είχα να πάω
άρχισα να περπατάω προσεκτικά
όχι στο νερό αλλά στο σκληρό κρεβάτι
μιας άδειας λίμνης
και φαντάστηκα πως δεν ζω στην γη
αλλά σε ένα τεράστιο πλακόστρωτο στρωμένο
εξ ολοκλήρου με καύκαλα από χελώνες

More Interesting Posts

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Subscribe to My Newsletter

Subscribe to my weekly newsletter. I don’t send any spam email ever!