[το φιλοσοφικό μανιφέστο των καταραμένων λαϊκών ανθρώπων]
στέκεσαι μικρός φρουρός στην σκοπιά του κόσμου
αλλά πέφτεις για άλλη μια φορά μέσα από την τρύπα της νύχτας
χωρίς άλλα όπλα παρά ορθάνοιχτα μάτια και τρόμο στη ψυχή
τρόμο απέναντι σε αόρατους εισβολείς στο λευκό χαρτί
ο κόσμος δεν είναι παρά εκατοντάδες στρατιωτικές λεγεώνες
που πολλαπλασιάστηκαν καθώς ξετυλίχτηκε το τελευταίο νήμα
που με έσπρωξε στριμώχνοντας με ενάντια στους αδηφάγους ιστούς της αράχνης του τίποτα και του ποτέ
αυτός που κλείνει τα μάτια του γίνεται η κατοικία όλου του σύμπαντος
αυτός που τα ανοίγει παραβιάζει τα σύνορα της λογικής και μένει στα ανοιχτά των ωκεανών – αυτός που πατάει στη λευκή γραμμή ενδιάμεσα
δεν βρίσκει τη σωστή θέση σε αυτόν τον κόσμο
μένω άγρυπνος σαν να τρέχω μέσα σε ένα υπόγειο τούνελ για να αποδείξω
όλη την ασυνέπεια της πραγματικότητας
νύχτες και νύχτες τρυπημένες απ το βέλος του σκότους στην προσπάθεια να αναγνωρίσω τον εαυτό μου όταν ξυπνά μέσα μου η μνήμη του θανάτου
ποιος μίλησε για ξόρκια ή για την αντιμετώπιση της πληγής της γέννησης;
ποιος μίλησε για θεϊκό δώρο για τους απεσταλμένους του δικού του μέλλοντος;
υπάρχει μόνο ένας παραμυθένιος κήπος: στο βάθος της καρδιάς μας
όπου ανθίζει διάπλατα το γαλάζιο λουλούδι των παιδικών μας ονείρων
σκληρό λουλούδι αιματοβαμμένο λουλούδι βαμπίρ
που σκύβεις για να το κόψεις στο σημείο που κάποτε δεν μπορούσες να σταθείς
η άβυσσος γυρίζει σαν ρούχο και το μέσα γίνεται έξω
ενώ προσπαθείς να ηρεμήσεις το πεινασμένο τέρας που σε κατοικεί
το τέρας που προς τιμή του όλη σου τη ζωή έχτιζες ετοιμόρροπα κάστρα
που ντύθηκες άγγελος με φτερά που απελευθερώθηκαν από τη φωτιά κάθε πιθανού παραδείσου
κι όμως
εκπαίδευσα επικίνδυνα θηρία να ροκανίζουν τις γέφυρες της σωτηρίας
χάθηκα σαν τον απελπισμένο ζητιάνο στο ουρλιαχτό των λύκων
δοκίμασα κάθε είδους δηλητήριο ήπια αντί για νερό οξύ
ένιωσα να με χτυπούν πλοκάμια από γιγάντια χταπόδια
πνίγηκα απ την ευλυγισία του σκοινιού στα χέρια του στραγγαλιστή
αχ οι καταστροφές της ποίησης που σου κόβουν τις φλέβες με το ξυράφι στην άκρη της σελήνης
κι εκείνα τα αναίμακτα χείλη που στριφογυρίζουν τα δηλητήρια της ανοησίας σε κάθε λέξης
που από συστολή δεν ειπώθηκε
και ξαφνικά φτάνεις εκεί που δεν υπάρχει τίποτα άλλο
τα ποτήρια είναι όλα σπασμένα
τα φώτα έχουν σβήσει και το μελάνι στην πένα έχει τελειώσει
το χαρτί έχει λιώσει απ τα δάκρυα και εσύ γλιστράς από τον έναν στον άλλο
λαβύρινθο
όλες οι πόρτες είναι πια έξοδοι κινδύνου
τα πάντα είναι ήδη το θολό πίσω μέρος του καθρέφτη
και εσύ παραμένεις ο μικρός επιβάτης
μόνος εσύ μαζί με τον σπασμένο κουμπαρά των οραμάτων σου
και με την ίδια αφόρητη αδυναμία στα πόδια
να φωνάζεις να περάσεις στην αντίπερα όχθη με τη φωνή σου να πνίγεται
να σε σταματά αυτή η απέραντη σκιά που εξακολουθεί να πετά από πάνω σου αναζητώντας μια άλλη
ή να τρέμεις μπροστά σε ένα γιγάντιο έντομο που σκεπάζει όλο το χάος με τις μεμβράνες του
ή να φοβάσαι την απέραντη θάλασσα που χωράει μέσα σε μια σταγόνα δάκρυ
αλλά και πάλι το λέω
τώρα που η σιωπή με τυλίγει δύο φορές στα φτερά της σαν μεταξωτός μανδύας
το λέω για να το πιστέψω
υπάρχει μόνο ένας παραμυθένιος κήπος: στο βάθος της καρδιάς μας
και αυτός είναι ο μόνος κήπος και το μοναδικό παραμύθι που θα ζήσεις