[η γλώσσα δεν αφυπνίζει κανέναν με την παραξενιά της]
είπες καληνύχτα και η φωνή σου ακούστηκε
σαν να ήταν ανεμοδαρμένη
σαν τα κλαδιά στον πλάτανο – δεν έχω δικαίωμα να πω λέξη
ούτε εσύ να πεις το όνομά σου
κουβαλάω τη γλώσσα σου σαν ένα ωκεανό μέσα μου
αποχωρίζομαι τον σκληρό κόσμο χωρίς να έχω την επίγνωση
ότι μια μέρα θα πεθάνεις
όπως όλοι οι απλοί άνθρωποι
θα πεθάνεις – δεν θα υπάρχει λόγος να πω το όνομά σου
για να πω ποτέ πώς ένιωσα την προδοσία σου.
2.
το βράδυ χτενίζω τα μαλλιά μου μπροστά στον καθρέφτη
ονειρεύομαι τη Αντιγόνη να κλαίει
ονειρεύομαι ταφές για τους νεκρούς
εξωπραγματικές πόλεις
ξέρω ότι θα περπατήσεις εκεί
μέσα στο βασίλειο της ομιλούσας γλώσσας
για να μην γυρίσεις ποτέ πίσω
από φόβο ότι εξαφανίστηκα
θα σε περιμένω. – σε αυτή τη γραμμή – με την ίδια πίστη
– πως όλα είναι δυνατόν να συμβούν
– και σε εσένα και σε εμένα
3.
ξυπνάς μέσα στη μαυρίλα της νύχτας – άραγε σε ποια πλευρά της αιωνιότητας;
σε αυτή ή στην επόμενη; –
η ύπαρξη είναι μια σύντομη ρωγμή φωτός ανάμεσα σε δύο γαλαξίες του σκότους.
αλλά ακούμπησα το χέρι σου μια φορά στο σκοτεινό μονοπάτι προς το ποτάμι και έκλαψα
μάτια σκονισμένα γιατί δεν μπορούσα να πιστέψω στην αιώνια επανάληψη
– μίλησες φιλώντας δάκρυα ή αστέρια
σε αγάπησα όταν δεν μου επέτρεπαν ακόμη να αγαπώ
κοιμήθηκα στη σκέψη σου πριν μιλήσουμε
περπάτησα το δρόμο πριν αποφασίσω να ταξιδέψω στο σύμπαν
4.
συναντηθήκαμε στο λάθος σημείο στο λάθος χρόνο
φάνηκες τόσο επιπόλαιος κάτω απ το φως
και μισούσα την ανωριμότητα
και ο κόσμος εξέπεμπε με μια παράξενη αγριότητα
γιατί κατέστρεψα το ένα και μοναδικό πράγμα
που παρακάλεσα να έχω γλιτώσει
δεν θέλω πια τίποτα
δεν ξέρω πια το βάρος των αστεριών όταν πέφτουν
και φλογισμένα έχουν καταστρέψει μικρόκοσμους
βρίζω σε με μια γλώσσα που ούτε εμπιστεύομαι
ούτε κατέχω την χρήση της
δεν θα περιμένω να δω την κατάληξη του μέλλοντος
– θα γυρίζω πίσω – εκεί – την στιγμή της γέννησής μου