[ξεκινώντας με δύο γραμμές από την θεωρία του Δαρβίνου]
παραδέξου το –
επιθυμούσες το τέλος
επιθυμούσες ένα παράσημο
απληστίας. πώς να διαπραγματευτείς
εκείνο το στραγγαλισμό
της ομίχλης και το ινώδη
ψίθυρο; να ζεις ή να μην ζεις
το να πάψεις να υπάρχεις
και το να πεθάνεις
είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα
αλλά το ήξερες αυτό
παρόλο που δεν το δοκίμασες
να δεις τη διαφορά στην πράξη
κάποιες μέρες γονάτισες πάνω σε νομίσματα
σαν το χρήμα να ήταν ο θεός σου
εκείνες τις κίτρινες ώρες
άναψες μια φλόγα
έδιωξες μακριά τη σκιά σου
και έφαγες με λαιμαργία
σκορπιούς με τα γυμνά σου δάχτυλα
συγκινημένος από τη θλίψη των μαλλιών
παρατηρούσες τούφες να πέφτουν
σε ένα βρώμικο νεροχύτη
σε ζάλιζε η κακή μυρωδιά
του πράσινου σαπουνιού
αντί να καταπιείς μια χούφτα
από λευκά ηρεμιστικά χάπια
αποφάσισες να κάνεις ντους
οι φοίνικες απ το παράθυρο
σου έγνεφαν καταφατικά
μια χορωδία υψίφωνων
γρύλων άρχισαν να τραγουδούν
πίσω από τα πρησμένα μάτια σου
ένα μασκοφόρο πουλί
στράφηκε σε σένα
με ένα κομμάτι χαρτί να κρέμεται
από το ράμφος του
το σούρουπο μοσχοβολά όπως
τα υγρά και αρωματικά φυτά
σκύβεις στο πρόσωπο μιας κατσίκας
και φιλάς με πάθος
τα κέρατά της που έτρεμαν
και τότε φτάνει ένα φάντασμα
εσύ πέφτεις κατάκοιτος
και αυτό περνά πάνω από σένα
σαν μια γρήγορη
αλλά γενναιόδωρη καταιγίδα.