[μεγάλη πέμπτη κοινής μοίρας το ανάγνωσμα]
σκέπτομαι τα αγαπημένα μου πρόσωπα που μου λείπουν
τα φαντάζομαι να περιφέρονται ανάμεσά στους ζωντανούς
φορώντας μόνο ένα σεντόνι πάνω απ΄το γυμνό τους σώμα
σκέπτομαι λυπημένη όλη την φτωχή οικογένεια μου
να ακολουθεί την αναπαράσταση του θείου δράματος
στη σύλληψη στα πάθη στη σταύρωση στην ανάσταση
θυμάμαι τεράστιες άσπρες λαμπάδες και φαναράκια
και κόκκινα αυγά να τσουγκρίζουν και να σπάνε
όπως ο καθένας μας υποκύπτει στη σκληρότητα της μοίρας του
αναπολώ την γλυκύτητα της άνοιξης και τις υποσχέσεις
πως θα ξανασυναντηθούμε κάποτε με τους απόντες
στον κόσμο που απλώνεται πέρα απ τον μαβί ουρανό
με το χρυσαφί χρώμα της αγιοσύνης του σούρουπου
την στιγμή που φωτίζεται από ζωή και ελπίδα
και φωταγωγείται από τις φωτοβολίδες και τα βεγγαλικά
σε μια φαντασμαγορική ανάσταση
ουαί εις τον άνθρωπο εκείνο – σκέφτομαι και λέω
δια του οποίου ο γιος του κάθε απλού ανθρώπου
ανελέητα παραδίδεται στην απόλυτη μοναξιά του
γιατί θεούλη μου αν και πάνσοφος και αγαθός
έπλασες τον κόσμο αυτό
με ανορθόδοξο τρόπο ώστε να είναι τόσο άσπλαχνος
που ενώ ευωδιάζει σαν ανθισμένο τριαντάφυλλο
μας πληγώνει διαρκώς κάθε μέρα
και μεγεθύνει την η απόγνωση όλων εξ ημών
που τον κατοικούμε και μας κάνει να υποφέρουμε
σαν να μας καρφώνουν πισώπλατα εκατοντάδες διάβολοι
οπλισμένοι με χιλιάδες μαχαίρια