[υπαινιγμοί για τη κατασκευή του κόσμου]
ξαφνικά ταράζει το όνειρό μου
ένα λεπτό χλωμό αγόρι
με ένα χαμόγελο που σε τρομάζει
και την αναταραχή του πελάγους
στο βλέμμα του που με τρομάζει
και αναρωτιέμαι πως τρέχει έτσι
ο χρόνος σαν ποτάμι που κυλά
ξεχειλισμένο
στα αυλάκια της πλακόστρωσης
της καρδιάς μου
δεν μπορώ να το αναγνωρίσω
μέσα στην ανθίζουσα λάμψη
του ονείρου μου και την ομίχλη της
εποχής
προσπαθεί να μου μιλήσει μα απ το
στόμα του
ξεπετιούνται δεκάδες εκατοντάδες
χρωματιστές πεταλούδες και ο μόνος
ήχος
που ακούγεται είναι το ανεπαίσθητα
απαλό σχίσιμο του αέρα
απ το βελούδινο φτερούγισμα τους
και τότε καταλαβαίνω πως δεν
υποφέρω μόνο απ την επέλαση
της άνοιξης ή τον συμβολισμό
των ποιητικών πραγμάτων
υποφέρω απ την θνητή
ανθρώπινη μου υπόσταση
που ακόμα και μια τραγική ιστορία
πένθους
την αντιλαμβάνομαι ως πολύχρωμο
μοναχικό
τοπίο έτοιμο να χαθεί στο μπλε των
ματιών μου
και ιδού πως βαλσαμώνεις το φως
ή το σκοτάδι που σε τυλίγει
για να μην αποχωριστείς κανέναν
εξ αιτίας ενός άκαιρου θανάτου