[η πικρή γεύση της επιστροφής απ τη θήβα στην αθήνα]
από εκείνον τον γνώριμο ουρανό των διαμαντιών
και τη φρεσκοπλυμένη γη δεν υπάρχει τίποτα να φοβηθείς
τόσο μακριά από τον κόσμο τόσο κοντά σε σένα που σωπαίνεις
πόσο πλούσιο το τραπέζι το κρεβάτι το μπαλκόνι
πόσο βαρύ το τρόπαιο της πατρικής σου κληρονομιάς
η μέρα φεύγει – γεμίζεις τον εαυτό σου από τις αναμνήσεις
και φεύγεις και εσύ – ποιος ξέρει πότε και αν ξαναγυρίσεις
διασχίζεις τις απότομες στροφές που οδηγούν στην αθήνα
η νύχτα προσκυνά στα πόδια σου και εσύ σαν περιπλανώμενος
τσιγγάνος ντυμένος με τα αστέρια σαν πανάκριβα κοσμήματα
σηκώνεις το κεφάλι σου να δεις το φεγγάρι να χασμουριέται
χασμουριέσαι και εσύ και σαν τον κρόνο που καταβροχθίζει
τα νεογέννητα παιδιά του καταπίνεις όλο το φως του σύμπαντος