[η διακριτική παρουσία της μητέρας μου στην ζωή μου]
μου λείπεις τόσους μήνες τώρα
έχω χάσει βροχές και καταιγίδες και νύχτες
με ανεμοστρόβιλους. – κάθισα στην αυλή μας
από τις έξι το πρωί ενώ παχιά σκούρα σύννεφα
έκαναν πιρουέτες βουίζοντας ανατολικά. – ξεχύθηκε
μια καταιγίδα που ακολούθησε το βήμα του κεραυνού
που σέρνει τα δασύτριχα πόδια του πάνω από τα χωράφια.
τα λιβάδια μοσχομυρίζουν και οι σπίνοι μετατρέπουν
το τοπίο από πράσινο σε χρυσό. – μερικά αγριοπούλια
κράζουν πάνω από τα δέντρα πιτσιλίζοντας κάτω
δεν φωλιάζουν ποτέ αλλά μένουν μια ή δύο εβδομάδες
στον ουρανό και μετά φεύγουν στο άγνωστο
οι παιώνιες φτάνουν ψηλά με τα κόκκινα βλαστάρια
να κάνουν κύκλους σαν στολισμούς γενεθλίων
γιατί ο μήνας που έρχεται είναι o μήνας της γέννησής μου
ο καλύτερος μήνας για να γεννηθείς – χάρη σε σένα μητέρα
όλα είναι γιορτινά έτοιμα να σκάσουν από ζωή
σκέφτομαι αν υπάρχουν άλλα φανελένια ρούχα
ραμμένα από παλιά στα μέτρα του πατέρα μου
ραμμένα από ένα χέρι που έτρεμε αλλά επαγγελματικό χέρι
– με ρώτησες αν ήμουν λυπημένος όταν με είδες σκεφτικό
και ναι – είμαι λυπημένος. -σαν την ίριδα μετακόμισα
στο φιλόξενο σπίτι σου
ένιωσα τις σκονισμένες ξερές γροθιές των ριζών
απ τα δένδρα στον κήπο σου – με περίμενες για φαγητό
σαν να ήταν γιορτή η καλοκαίρι. – σε ευχαριστώ για αυτό
αν δεν υπήρχε ο τρόπος που με έμαθες να κοιτάζω
τον κόσμο για να δω τη ζωή να πρωταγωνιστεί σε όλα
θα έπρεπε να νιώθω πως είμαι μόνος για πάντα