[η πρωινή γυμναστική του πάθους για ζωή]
πηγαίνω όπου αγαπώ και όπου με αγαπούν
προς κρύες εποχές εκεί που πέφτει χιόνι
και όλα είναι παγωμένα σαν το βόρειο πόλο
πηγαίνω προς τα πράγματα που αγαπώ
χωρίς καμία σκέψη καθήκοντος
χωρίς να ζητώ να με λυπηθεί κανείς
πηγαίνω εκεί που ανήκω αμετανόητος
σαν τη βροχή που πέφτει με επιμονή
και καταστρέφει τις καλλιέργειες
σαν τα αυλάκια του νερού ας πούμε
που ξεχειλίζουν και απειλούν ανθρώπους
και παρασύρουν σπίτια και αυτοκίνητα
χορεύει η ψυχή μου με τη βροχή της ομορφιάς
με ανοικτή μια κόκκινη φτηνή ομπρέλα
περιμένοντας η βροχή να επιστρέψει στα σύννεφα
αυτός που θερίζει ακονίζει το ατσάλι στην πέτρα
ενώ από την τριβή γεννιούνται σπίθες
αλλά αυτό δεν είναι το θέμα στο ποίημα μας
δεν το έχουμε εκφράσει αυτό στη λογοτεχνία
αμείλικτη αδυσώπητη σκληρή πραγματικότητα
αντιμέτωποι με την αφόρητη έλλειψη ενδιαφέροντος
ο τόπος των σιωπηλών και θλιβερών πολυκατοικιών
η άπληστη τρυφερότητα των ερημικών λεωφόρων
ανήκουν μόνο σε αυτούς που έτσι τα διαμόρφωσαν