[κάποιος μου ψιθυρίζει μου στο αυτί πως υπάρχω σε ένα όνειρο]
καλοσυνάτο λεπτό πρόσωπο
πείσμα μου χλωμό υπέροχο
σε βλέπω στα όνειρα
να κεντάς στο χέρι
κλωστή βελόνα μάλαμα
λεξούλες πυκνές κρίνους
άρωμα γεμάτο λαχτάρα αφήγημα
έ ρ ω ς – θ έ ρ ο ς – π ό λ ε μ ο ς
σου χαρίζω μια άνοιξη απρόσιτη
σε χρώμα σμαραγδί ηρωικό λάφυρο
της επιτυχημένης παραίσθησης
παραμιλώ στον ύπνο μου
με ραγισμένη φωνή σε ατονία
να ξεστομίζει ασυναρτησίες
άκομψα λόγια τετριμμένα
πνεύμα της συμφοράς που ξεδιπλώνεται
έ ρ ω ς – π ό ν ο ς – ή τ τ α
και το πρωί που θα ξαναβρώ πανσέληνο
αφού οι ταξιάρχες άγγελοι
και οι ένδοξες δυνάμεις των ουρανών
αρνούνται να προσφέρουν τρυφερότητα
σε εμάς τους περιστοιχισμένους καταχνιά
ναυαγούς στους ωκεανούς
να μας χαϊδέψουν απαλά με τα λιγνά τους δάκτυλα
και να μας διηγηθούν σαν να λένε ποιήματα
μικρές και ασήμαντες ιστορίες
ανδρών και γυναικών
που πνίγονται και εξαφανίζονται ανάμεσα
σε ένα πακέτο άφιλτρα τσιγάρα και σε επώδυνα
λάθη ατέλειας αδιαφορίας και αδυναμίας
ή σαν κακότεχνο σφάλμα
ενός επιπόλαιου και παράλογου θεού