[κανείς ποτέ δεν άκουσε τα σύννεφα να κλαίνε]
καθημερινά νιώθω σαν ψάρι που βγάζει φτερά
να πετάξει πάνω απ΄τον ουράνιο ουρανοξύστη
οι αναμνήσεις μου αδειάζουν στο πάτο μια τρύπα
και μόνο ένα σχοινί με εμποδίζει που με κρατά
δεμένο να ανησυχώ για τα πράγματα που
δεν θα έπρεπε να με ενδιαφέρουν
όπως για την αόρατη κατάρα της γενιάς μου
την χαμηλή τιμή απ τα λαθραία τσιγάρα
το μεταλλικό γρέζι στην φωνή του βαμβακάρη
την μυτερή καρφίτσα που τρύπησε το μάτι μου
τις ψυχολογικές μεταπτώσεις του καιρού
τα φεγγάρια που βγαίνουν βλαστημώντας
την ασφυξία της ερημιάς στα λόγια του παπαδιαμάντη
την ανικανότητα επικοινωνίας με τον απανταχού θεό
τα αστέρια που κάηκαν να σκεπάσουν τα όνειρά μου
τα ποιήματα που αποστηθίζουμε για ένα έρωτα
όταν όλα λογαριάζονται με το μέγεθος της απόγνωσης
και ύστερα
θυμάμαι πως τα ψάρια γεννιούνται μουγκά με δέρμα
γυαλιστερό και ό,τι κι αν τα αγγίξει
γλυστρούν στη σιωπή και ξεφεύγουν στο άγνωστο
που μοιάζει με παραλία όταν τελειώνει το καλοκαίρι