[οι πιθανότητες συμπίπτουν όπως και οι άνθρωποι]
είχα φτιάξει στο μυαλό μου έναν κόσμο ευκολίας
εξανεμίστηκαν οι δισταγμοί όταν την συνάντησα
ένιωσα ότι τίποτα στη ζωή δεν ήταν φυσιολογικό
αλλά και ό,τι όλα τα μυστικά μου ήταν προφανή
στάθηκα μπροστά της γυμνός χωρίς τεχνάσματα
η ανθρώπινη της αλήθεια μου σπάραξε την ψυχή
σαν να δέχτηκε ένα ηλεκτροσόκ και ξαφνικά
έσβησαν μέσα μου οι αμφιβολίες οι μύχιοι φόβοι
μπροστά σε αυτό το πλάσμα της σκιάς και του φωτός
ανάμεσα σε ένα μαρμάρινο άγαλμα και το απαλό
χάδι του ανέμου αυτό το συναίσθημα με κυρίευσε
ένιωσα ταυτόχρονα τόσο μικρός και τόσο μεγάλος
της πρόσφερα ένα ποίημα – εκείνη μου χαμογέλασε
έσκυψα και της το διάβασα ψιθυριστά στις άκρες
του αυτιού της και εκείνη σφράγισε τα μάτια της
έτοιμη να πετάξει μαζί μου στον ουρανό εκεί
που κατακτάς το σχήμα του αδύνατου και όταν
δυο σώματα ενώνονται γεννιέται ένα νέο στερέωμα