[Ο ΜΠΑΜΠΑΣ ΜΟΥ ΛΑΤΡΕΥΕ ΤΗ ΜΥΡΩΜΑ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΤΟΥ]
δούλευε το καλοκαίρι μέσα στον καύσωνα
σηκώνοντας από τους δρόμους υλικά σκαρφαλώνοντας
σε ξύλινα παραπήγματα και κάτω φορτωτές και ξύστρες
διόρθωναν ό,τι χρειάζεται μια επισκευή στη συνέχεια
ερχόταν σπίτι σε μας το μεσημέρι πανβρώμικος
λάδι στα χέρια του βρώμικα και αυτά μύριζε ιδρώτα
μανίκια μπλουζάκι παντελόνι όλα πλενόντουσαν
με πράσινο σαπούνι στον ρηχό νεροχύτη
γκρίζο νερό στροβιλίζεται τρέχοντας στην αποχέτευση –
το νυχτερινό του τελετουργικό πριν το δείπνο και
την τηλεόραση και μερικές φορές τον έπαιρνε ο ύπνος
στον καναπέ – ροχαλίζε τόσο δυνατά που το μόνο που
μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να τον σκουντήσουμε
για να μπορέσει να ακούσει το σήριαλ – πήγαινε πάντα
για ύπνο πολύ νωρίτερα από εμάς πάντως γιατί αυτός
θα έφευγε ξανά το πρωί πριν ξυπνήσουμε