[ο ίλιγγος απ τον κυματισμό των ματιών σου]
τι είναι η αγάπη που σε κάνει να παίρνεις
στα σοβαρά τον εαυτό σου
όταν δεν μπορείς να κάνεις αυτό που θέλεις
– δεν μπορώ να σε αγκαλιάσω ή να σε φιλήσω
η χαρά της απόλαυσης μένει στις λέξεις
και τους δυο κάτι μας πνίγει και δεν μπορούμε
να μιλήσουμε γι αυτό που αισθάνεται ο καθένας
– ναμαστε καθισμένοι ένα απόγευμα φθινοπώρου
σε ένα μέρος γεμάτο από κόσμο
το μέτωπό μου ζαρώνει νευρικά
μιλάμε για διάφορα θέματα φωναχτά
– μας πλημμυρίζει ένας στιγμιαίος ενθουσιασμός
δε μας νοιάζει καθόλου αν κάνουμε θόρυβο
– ας σκεφτεί ο καθένας ότι θέλει – σε πλησιάζω
όπως πλησιάζει ο κυνηγός το υποψήφιο θύμα του
– κρέμεται ένα μεταξωτό πέπλο στα μάτια σου
δε σε αγγίζω – αλλά νιώθω το σώμα σου
έναν απέραντο ωκεανό όπου κολυμπάω
με τις καρέκλες του καφενείου να μοιάζουν με ακτή
όταν χωρίσουμε μοιάζουν με το σύμπαν τσαλακωμένο