Search
Close this search box.

Διαβάζουμε Ζούμε Ονειρευόμαστε

Διαβάζουμε Ζούμε Ονειρευόμαστε

[η Διάγνωση] του δημήτρη τσεκούρα

[απόσπασμα από ανέκδοτη νουβέλα]


……………………………………………………………..

Τη μέρα που έμαθα από τον γιατρό αυτό που έμαθα, όταν έφυγα από το ιατρείο του
γιατρού και βγήκα ξανά έξω στον Κόσμο, ο Κόσμος δεν είχε υποστεί την παραμικρή αλλαγή.
Πριν φύγω, ο γιατρός, κατόπιν μιας έντονης σχετικά πίεσης εκ μέρους μου, δήλωσε ότι ο
χρόνος ζωής που μου απομένει δεν είναι και ο μεγαλύτερος δυνατός. Εννοείται ότι
χρειάστηκαν κάποιες ώρες, ίσως και μέρες, δεν θυμάμαι καλά αυτή τη στιγμή, μέχρι να
εμπεδώσω το ιατρικό ανακοινωθέν. Να εμπεδώσω αυτό που ποτέ δεν εμπεδώνεται. Σε
κάθε ιατρικό ανακοινωθέν, η επιστήμη κορδώνεται. Γιατί η επιστήμη δεν πέφτει έξω. Οι
μετρήσεις που κάνει, την οδηγούν μόνο σε ασφαλή συμπεράσματα. Η επιστήμη δεν παίζει
με τις λέξεις. Η επιστήμη ακριβολογεί.

Στο γραφείο του γιατρού επικρατούσε μια τάξη τρομακτική, σχεδόν νεκρική. Το
γραφείο πεντακάθαρο, ίχνος σκόνης, περιποιημένο, λες και καμιά απολύτως από τις
σπουδαγμένες σκέψεις που κάνει ο γιατρός, σκυμμένος με τα ματογυάλια του πάνω από το
γραφείο, δεν είναι ικανή να διασαλεύσει, να επηρεάσει τη σχεδόν προκαθορισμένη τάξη
του γραφείου, την επιστημονική τάξη του γραφείου, τη βιβλιογραφική ισορροπία του. Τα
πεντακάθαρα χέρια του γιατρού με τα άψογα λιμαρισμένα νύχια των χεριών του πιάνουν
με αποστασιοποιημένη – μάλλον – σοβαρότητα και διακριτικότητα ένα ιατρικό χαρτί, μετά
πιάνουν ένα δεύτερο ιατρικό χαρτί, μετά πιάνουν ένα τρίτο ιατρικό χαρτί, πάνω σε όλα
αυτά τα ιατρικά χαρτιά είναι καταγεγραμμένη και μετρημένη με αριθμούς υψίστης
επιστημονικής και εργαστηριακής ακριβείας η μοίρα, τα καταληκτικά λόγια της μοίρας ενός
ανθρώπου, στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτός ο άνθρωπος είμαι εγώ, ο γιατρός κοιτάζει
ξανά αυτά τα χαρτιά, τώρα θαρρώ πως τα κοιτάζει με διαφορετική σειρά από αυτή με την
οποία τα κοίταζε προηγουμένως, λίγο ακόμα και θα αρχίσει να τα ανακατεύει, σκέφτομαι,
σαν να είναι τραπουλόχαρτα, και αυτά τα τρία χαρτιά, στα οποία έχει προστεθεί και ένα
τέταρτο, έτσι όπως ξεφυλλίζονται από τα ωραία χέρια του γιατρού, εκπέμπουν έναν
ανεπαίσθητο ήχο σαν το ανεπαίσθητο θρόισμα των φύλλων ενός δένδρου, και ύστερα ο
γιατρός, αφού πρώτα έχει σηκώσει και έχει φέρει ακριβώς στο ύψος των καφεπράσινων
ματιών του τα κοκάλινα ματογυάλια του, με κοιτάζει, μετά κοιτάζει ξανά τα χαρτιά, και
μετά κοιτάζει ξανά εμένα. Νομίζω πως κάτι θέλει να μου πει αλλά δεν λέει τίποτα. Και τότε
εγώ, λες και πρέπει να τον βγάλω από κάποια δύσκολη θέση, του λέω όσο πιο ήρεμα
γίνεται: «Ωραία. Μπορώ να φύγω τώρα;» Εκ των υστέρων συνειδητοποιώ ότι το ωραία θα
πρέπει να ακούστηκε κακάσχημα. Ο γιατρός δείχνει ότι περίμενε να ακούσει κάτι τελείως
άλλο από το στόμα μου αλλά ύστερα λέει: «Ναι, ναι, από εμένα είστε τελείως ελεύθερος».
Πληρώνω τον γιατρό – τα χρήματά μου είναι πλέον σχεδόν ανύπαρκτα, ούτε είκοσι ευρώ·
έτσι είναι όμως, οι επιστημονικές απαντήσεις πρέπει να ταΐζουν χορταστικά αυτόν που τις
έδωσε – και φεύγω αποφεύγοντας να τον κοιτάξω. Γιατί να τον κοιτάξω; Βγαίνω έξω στον
πολύ κεντρικό δρόμο των Αθηνών και στέκομαι για λίγο στο φαρδύ πεζοδρόμιο σαν
άγαλμα. Τα τελευταία λόγια του γιατρού ηχούν στα αυτιά μου ξανά: «Από εμένα είστε
τελείως ελεύθερος». Σκέφτομαι πως ίσως είναι η πρώτη φορά που η λέξη ελεύθερος
ανταποκρίνεται στη σημασία της. Ναι, είμαι ελεύθερος, σκέφτομαι. Τώρα είμαι ελεύθερος.
Κανένα δίλημμα ως προς τη συνέχεια. Όλα είναι ξεκάθαρα. Πεντακάθαρο ποταμίσιο νερό
που κυλάει προς άγνωστο προορισμό. Μπράβο, επιστήμη!, σκέφτομαι. Μπράβο! Μια
ατάκα ενός εκπροσώπου σου ήταν αρκετή για να αστράψει και να μάθω τι σημαίνει
ελευθερία. Στρίβω προς τα αριστερά, περπατάω κατά μήκος του μεγάλου κήπου της
πρωτεύουσας. Και έχω ήδη αποφασίσει πού ακριβώς θα αφιερώσω τις πρώτες ώρες της
ελευθερίας μου. Περπατάω. Όταν περπατάω, προσεύχομαι. Περπατάω σημαίνει
προσεύχομαι κάπου να φτάσω. Από κάπου να απομακρυνθώ. Θα πρέπει να είναι πολύ
παράξενη εμπειρία να πεθαίνει κάποιος ενώ περπατάει. Κάποιος που περπατάει αλλά δεν
πρόλαβε να φτάσει. Κάποιος που δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί εντελώς. Κατά μία έννοια,
όλοι οι άνθρωποι πεθαίνουν περπατώντας. Όλο και κάποια κίνηση μένει ημιτελής. Αλήθεια,
υπάρχει άνθρωπος που, όταν περπατάει, δεν σκέφτεται τίποτα; Αυτό εννοούσα λίγο
παραπάνω με τη χρήση του ρήματος προσεύχομαι. Προσεύχομαι σημαίνει σκέφτομαι.

…………………………………………………………………………………………………….

Τη μέρα που έμαθα από τον γιατρό αυτό που έμαθα, όταν έφυγα από το ιατρείο του
γιατρού και βγήκα ξανά έξω στον Κόσμο, ο Κόσμος δεν είχε υποστεί την παραμικρή αλλαγή.
Τα φανάρια λειτουργούσανε κανονικά, πράσινο-πορτοκαλί-κόκκινο, τα αυτοκίνητα και τα
λεωφορεία πηγαίναν πάνω κάτω, άνθρωποι βαδίζανε στα πεζοδρόμια, κάποιοι κάπου
σταματούσαν με την πρόθεση να περάσουν απέναντι, τα κτίσματα βρίσκονταν όλα στην
ίδια θέση που βρίσκονταν και νωρίτερα, ο ουρανός ήταν ψηλά στην υπεροπτική του θέση,
κάτι αδέσποτα ζώα εξακολουθούσαν να είναι αδέσποτα, οι τσίχλες και οι καραμέλες και οι
σοκολάτες δεν είχαν μετακινηθεί από την τιμητική τους θέση μπροστά μπροστά σε όλα
ανεξαιρέτως τα περίπτερα, οι ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί συνέχιζαν κανονικότατα τη ροή
του προγράμματός τους. Και μέσα από όλα τα προηγούμενα τυχαία παραδείγματα
αναδεικνύεται περίτρανα το βαθύτερο νόημα της κοινότοπης φράσης: και η ζωή
συνεχίζεται. Θυμάμαι ότι, παρά τη συμβουλή του γιατρού ότι καλό είναι να μην
κουράζομαι, εγώ περπάτησα κάμποσο, να ξεκουράζεστε όσο το δυνατόν περισσότερο, αυτά
ήταν τα προτελευταία λόγια του γιατρού πριν πιάσω το ψυχρό μεταλλικό πόμολο της
πόρτας στο χέρι μου και το κινήσω όσο πιο ήρεμα και αποφασιστικά γινόταν προς τα κάτω,
κίνηση που θα με οδηγούσε στο να αναπνεύσω καλύτερα μια ώρα νωρίτερα, εκεί μέσα
πνιγόμουν.

…………………………………………………………………….

Κι αφού περπάτησα κάμποσο, ούτε κατάλαβα για πότε βρέθηκα έξω από το θέατρο
Σφενδόνη. Σε κάνα μισάωρο θα ξεκινούσε η Αφιέρωση του Μπότο Στράους. Δεν το
σκέφτηκα ούτε στιγμή. Μέτρησα τα λιγοστά ευρώ μου, ευτυχώς φτάνανε, έβγαλα εισιτήριο
και σε λίγο καθόμουν ήδη στην πρώτη σειρά. Κι όταν, λίγα δευτερόλεπτα πριν κλείσουν τα
κανονικά φώτα κι αρχίσουν σιγά σιγά να ανάβουν τα άλλα φώτα, έπεσε εκείνη η
χαρακτηριστική σιωπή από την πλευρά των θεατών, εκείνη η σιωπή-σήμα-κατατεθέν ότι
όπου να ΄ναι περνάμε στην άλλη όχθη των πραγμάτων, τότε, έστω για λίγο, ο γιατρός
θόλωσε και κόντυνε τόσο πολύ στο μυαλό μου που ήταν πολύ δύσκολο να θυμηθώ καθαρά
ακόμα και τη μορφή του, όπως και όλα εκείνα τα κορνιζαρισμένα πτυχία και διπλώματα, τα
οποία απλώνονταν κρεμασμένα σε ακριβές ξύλινες κορνίζες στον τοίχο πίσω ακριβώς από
την πλάτη του. Χαμογελάω. Και λίγο πριν ακουστεί η πρώτη φράση από την Αφιέρωση του
Μπότο Στράους, σκέφτομαι ότι, αν είναι να πεθάνω σύντομα, καλύτερα να πεθάνω τώρα.
Πιο δίκαιο και πιο καλό να είναι αυτή η τελευταία μου εικόνα από τα εγκόσμια και όχι η
προηγούμενη με τον γιατρό…

More Interesting Posts

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Subscribe to My Newsletter

Subscribe to my weekly newsletter. I don’t send any spam email ever!