Κατά τον Γκουρτζίεφ, “ο άνθρωπος είναι μία μηχανή, που αντιδρά στα ερεθίσματα” και μόνο σπάνια όντα, σωστά καθοδηγημένα, είναι ικανά -“εργαζόμενα” στον εαυτό τους- να αποκτούν μία καθαρή θέληση και μία αθάνατη ψυχή. Για να κατακτήσουν αυτό το “ανώτερο επίπεδο συνείδησης”, δεν χρειάζεται ένας γκουρού, ένας γιόγκι ή ένας παπάς, αλλά, είναι απαραίτητος ένας καλός καθηγητής”.
“Είναι προφανές, ότι αν θεωρούμε δεδομένο, ότι οι άλλοι άνθρωποι είναι μηχανές κι ότι ο εαυτός μας δεν είναι, τείνει να γεννηθεί μία επικίνδυνη τάση. Αν oι άλλοι είναι μηχανές, γιατί να μην τους χρησιμοποιήσουμε σαν τέτοιες”;
Ο διχασμός της προσωπικότητας, λοιπόν, γίνεται ένας τελείως νόμιμος τύπος εκπαίδευσης για μία πιο οξεία συνείδηση του εγώ. Και σ’ αυτό το σημείο παρεμβαίνει ένα είδος πνευματικής αντιστροφής, πολύ πιο επικίνδυνης από τον αμοραλισμό.
Ο αληθινός πνευματικός κίνδυνος ξεκινάει τη στιγμή όπου το καλό ονομάζεται κακό, και το κακό, καλό. Η διαστροφή, που δημιουργείται έτσι είναι αθεράπευτη.
Κατά τον Γκουρτζίεφ, αυτή η κατάσταση “Συνείδησης” αναζητήθηκε από τους φακίρηδες -φυσική σκληραγώγηση-, τους μοναχούς -έλεγχος συναισθήματος- και τους γιόγκι -“διανοητική” εργασία-, που ακολούθησαν ο καθένας μία από τις τρεις μεγάλες οδούς πνευματικότητας, αλλά μόνο η “Τετάρτη Οδός” επιτρέπει τη σύνθεση τους, και πολύ πιο γρήγορα, διευκρινίζει, χάρη σε ένα συγκεκριμένο “μικρό χάπι”.
Η “Τετάρτη Οδός”, η “Οδός του Πονηρού Ανθρώπου”, πασπαλίζεται με ψυχοτρόπα.
Ο Γκουρτζίεφ φαίνεται ότι κατείχε ένα ορισμένο χάρισμα και μία πρακτική υπνωτισμού, πέρα από το χάρισμα του, της στρατηγικής.

Τα βασικά στάδια της “Εργασίας”, που πήρε επίσης το όνομα: “4η Οδός”, ανέλαβαν προχωρημένοι οπαδοί, ως “καθηγητές”. Ο Γκουρτζίεφ μιλούσε με δυσκολία αγγλικά και γαλλικά, αλλά οι οπαδοί απόμεναν άβουλοι στο βλέμμα του, σαν μαριονέτες. Τα λόγια του ακούγονταν συχνά ακατάληπτα. Έτσι, η λέξη “ηλίθιος” σήμαινε γι’ αυτούς κάτι όπως “ένα πρόσωπο άνω του μέσου όρου”, και δέχονταν χωρίς κατσούφιασμα τα απαραίτητα “τοστ ηλιθίων” που ακολουθούσαν τα γεύματα. Ο καθένας έπρεπε να καθορίσει τι είδους ηλίθιος ήταν, καταπίνοντας με το ζόρι ποτήρια βότκας.
Ο Γκουρτζίεφ χαιρόταν επίσης να γίνεται χυδαίος. Μία συγκεκριμένη βρισιά αποτελούσε την αγαπημένη του έκφραση και του άρεσε να περιτριγυρίζεται από κοπέλες που ονόμαζε: “Δαμάλες μου, που δεν έχετε γίνει ακόμα αγελάδες”, χωρίς να περιφρονεί και τις παντρεμένες γυναίκες. Οι σύζυγοι συγκατατίθενταν αν “ήθελαν” να παραμείνουν. Μέγας πότης, καλοφαγάς και ψευδοθεραπευτής, ο Γκουρτζίεφ ανήκε στη ίδια ράτσα με τον Ρασπούτιν.
Σύμφωνα με τους οπαδούς του, ο Γκουρτζίεφ προσπαθούσε σκόπιμα να σοκάρει, προκειμένου να αποκαρδιώνει αυτούς που δεν είχαν την απαραίτητη διεισδυτικότητα για να βλέπουν πέρα από τα φαινόμενα. Έτσι απέφευγε να χάνει το χρόνο του με ανθρώπους που είχαν πολύ ισχυρό κριτικό πνεύμα. Αυτοί που παρέμεναν βρίσκονταν κλεισμένοι σε μία αληθινή παγίδα. Στο έξης το καλό ονομαζόταν κακό και τανάπαλιν.
Συμπόνια, ηθική, συναισθηματικό δέσιμο, με τη συνήθη σημασία των λέξεων, εθεωρείτο διασυρμός.
Στην υποταγή στον “καθηγητή” ερχόταν να προστεθεί και μία “μάχη κατά των αρνητικών συναισθημάτων”. Δεν έπρεπε να εκφέρονται κατά των “αρνητικών συναισθημάτων”. Δεν έπρεπε να μιλούν για την “Εργασία” σε ανθρώπους εκτός του κινήματος. Σύμφωνα με τον Γκουρτζίεφ, ο μαθητής ριψοκινδύνευε να δώσει άθελα του, λανθασμένη εικόνα. Πολλοί υποψήφιοι κατέληγαν σε ψυχιατρικές κλινικές. Σύμφωνα με άλλους οπαδούς, αυτό συνέβαινε, είτε γιατί ήταν αδύναμοι, είτε γιατί είχαν έρθει στον Γκουρτζίεφ πολύ αργά.
