συνειδητοποιώ πως είναι αδύνατον να μπεις στη μοναξιά του άλλου
αν είναι αλήθεια πως για να γνωρίσουμε ποτέ έναν άλλο άνθρωπο – έστω και ελάχιστα – γίνεται μόνο στον βαθμό που αυτός είναι πρόθυμος να σου το επιτρέψει
για παράδειγμα ένας άντρας θα πει: κρυώνω. – διαφορετικά δε θα πει τίποτα και θα τον δούμε να τρέμει
είτε έτσι είτε αλλιώς σε κάθε περίπτωση θα ξέρουμε ότι κρυώνει
αλλά τι γίνεται με τον άνθρωπο που δε λέει τίποτα που υποφέρει σιωπηλά και δεν τρέμει;
εκεί που όλα είναι ανυπόφορα ερμητικά και παραπλανητικά δεν μπορεί κανείς να κάνει κάτι περισσότερο από το να παρατηρεί
όμως το αν μπορεί κανείς με σιγουριά να βγάλει κάποιο συμπέρασμα από αυτό που παρατηρεί είναι ένα εντελώς άλλο θέμα
[Πολ Όστερ,
Η εφεύρεση της μοναξιάς
μετφ. Β.Γ.
μια επιλογή του Τηλέγραφου
για έναν άγνωστο
κρυφό αναγνώστη
με την ελπίδα να λειτουργήσει
ως ερέθισμα για την ανάγνωση
ενός υπέροχου κειμένου
και ενός εξαιρετικού βιβλίου]