Η αδικία, εδραιωμένη από αιώνες, την οποία υπαινισσόταν ο Μπουρκέβιτς και που έμοιαζε απελπιστική, εκείνον δεν τον κατέβαλλε ούτε τον εξόργιζε, αλλά του χρησίμευε ας πούμε ως καύσιμο, μια ουσία παρασκευασμένη ειδικά γι’ αυτόν, που έρρεε βαθιά μέσα του και χωρίς καμιά καταστροφική έκρηξη έκαιγε εντός του σε χαμηλή φωτιά, ήρεμη και ισχυρή. Κοιτάζαμε τα πόδια του μέσα στα βρόμικα παπούτσια τους με τα φαγωμένα τακούνια, το τριμμμένο του πανταλόνι με τις άχαρες σακούλες στα γόνατα, τα ζυγωματικά του τα πλασμένα σαν μπάλες του μπιλιάρδου, τα μικροσκοπικά γκρίζα μάτια του και το οστεώδες μέτωπό του κάτω από τις τούφες των μαλλιών στο χρώμα της σοκολάτας, και αντιλαμβανόμασταν, αισθανόμασταν σ’ εκείνον, με τρόπο έντονο και ακατανίκητο, να βράζει, να ξεχύνεται εμπρός η τρομερή ρωσική δύναμη που δεν γνωρίζει μήτε φραγμούς μήτε εμπόδια μήτε τείχη, μια δύναμη ατσάλινη, μοναχική και σκυθρωπή.
[Μ. Αγκέεφ,
Μυθιστόρημα με κοκαΐνη,
μτφρ.: Σαπφώ Διαμαντή
***
μια επιλογή του Τηλέγραφου
για έναν άγνωστο
κρυφό αναγνώστη
με την ελπίδα να λειτουργήσει
ως ερέθισμα για την ανάγνωση
ενός υπέροχου βιβλίου]