Search
Close this search box.

Διαβάζουμε Ζούμε Ονειρευόμαστε

Διαβάζουμε Ζούμε Ονειρευόμαστε

[Η ΜΑΡΙΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΚΥΚΝΟΙ, 1957] του Πάνου Σταθόγιαννη

είχε κάτι πάνω του ο Δήμος που της μούδιαζε τα μέλη, αυτά που έλεγε περισσότερο, ποτέ κανείς δεν της είχε πει ποίημα κι εκείνος ήξερε πολλά, της αποτυπώθηκε στο μυαλό το όνομα Λαμαρτίνος, της άρεσε πολύ αυτό το όνομα, κι εκείνο το ποίημά που της έλεγε κάθε τόσο ο Δήμος για τη λίμνη, εκείνη του ζητούσε να της το ξαναπεί, τη συγκινούσε, δάκρυζε από τη μέση κιόλας του ποιήματος, αλλά χωρίς να κρύβει το πρόσωπό της, κοίταζε τον Δήμο να της το λέει απέξω και τα μάτια της έσταζαν, της τα σκούπιζε εκείνος με ένα μαντηλάκι από την τσέπη του, γιατί κλαις, χαζούλα μου; πες το μου πάλι, έλεγε, πες το μου πάλι, σε παρακαλώ!, γιατί;, για να ξανακλάψεις;, ναι, πες το μου, θυμάσαι, λίμνη, μόνοι μας μια νύχτα εγώ κι εκείνη ελάμναμε άφωνοι οι φτωχοί στα κρύα σου νερά, έχεις δει ποτέ σου λίμνη;, όχι, πού να τη δω;, θα σε πάω να δεις, στα Γιάννενα, και αν θέλεις θα νοικιάσουμε και μια βάρκα να περάσουμε στο νησάκι απέναντι, χαμογελούσε κι έβλεπε ήδη μέσα στα μάτια του που την κοιτούσαν ότι ήταν ήδη εκεί, μαζί της, να πέφτει σούρουπο πάνω στα νερά, εκείνη να κάθεται στη βάρκα απέναντί του κι εκείνος να τραβάει κουπί, αργά, και γύρω κύκνοι, της είχε πει, στη λίμνη των Ιωαννίνων κολυμπάνε κύκνοι, άμα περάσεις με τη βάρκα δίπλα τους μπορείς να απλώσεις το χέρι σου και να τους χαϊδέψεις, αλλά μπορεί και να σε τσιμπήσουν, κάποιοι γυρνάνε το λαιμό και σου τσιμπάνε το χέρι, γιατί;, δεν ξέρω, μπορεί και να φοβούνται, κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή ένιωσε ένα δυνατό τσίμπημα στο δεξί της μπράτσο, ίσα που πρόλαβε να δει το ράμφος του κύκνου να τραβιέται προς τα πίσω, ήξερε πολύ καλά τι ήταν αυτό το τσίμπημα, όχι, δεν ήξερε καθόλου καλά τι ακριβώς ήταν, χαρά ή λύπη;, ήξερε όμως ότι ήταν ένα δυνατό τσίμπημα, αφού ήδη το μπράτσο της είχε αρχίσει να μελανιάζει, τι κι αν ο κύκνος υπήρχε μόνο στα λόγια του Δήμου, γιατί τσιμπιέσαι μόνη σου;, είπε ο Δήμος και της τράβηξε απαλά το χέρι, το έχεις μελανιάσει το μπράτσο σου, το κράτησε ανάμεσα στα δικά του, φώλιασε και το άλλο χέρι της εκεί, ξέρεις τι είναι το κύκνειο άσμα;, που να ξέρω, πού να ξέρω είπε, αν και ήξερε, γιατί στο “Ρομάντζο” και στο “Ντομινό” που διάβαζε ανελλιπώς, έγραφαν συχνά για το κύκνειο άσμα, ενός έρωτα, μιας καρδιάς ραγισμένης για πάντα, μιας φτωχιάς κοπελίτσας που στο τέλος δεν άντεξε, το ήξερε το κύκνειο άσμα, αλλά ήθελε να της πει εκείνος, ο Δήμος, τα έλεγε κάπως αλλιώς, ήθελε να τον ρωτήσει πού τα είχε μάθει αυτά τα πράγματα, δεν το έκανε, ρώτησε τον πατέρα της όταν επέστρεψε στο δικό της χωριό ύστερα από βδομάδα, προτού εκείνος συναντηθεί στο παζάρι με τον Δήμο, προτού πάει ο Δήμος να τον βρει επί τούτου, η φυλακή είναι μεγάλο σχολείο, της είπε, έκατσε μέσα πολύ, διάβασε πολλά, έμαθε πολλά, κι αυτό την έκανε ξαφνικά να σμίξει τα φρύδια, ακίνητη σε μια καρέκλα και να σκεφτεί για ώρα πολλή τι μυστήριο πράγμα είναι αυτή η ζωή, που όποιον δρόμο κι αν πάρεις, όσο δύσκολος κι αν είναι, αν έχεις μέσα σου κάτι ανοιχτό, μαθαίνεις διάφορα…

[artworks : Jaco Putker]

More Interesting Posts

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Subscribe to My Newsletter

Subscribe to my weekly newsletter. I don’t send any spam email ever!