Έγραφα με άλλη αφορμή, «να ήταν η γλώσσα η πατρίδα μου, κάπου να κρατηθώ, αλλά δεν έχω εγώ
πατρίδα. Η γλώσσα είναι νερό», και άτσαλα συνέχιζα, «αν ήμουν δέντρο θα είχα τις ρίζες μου στη γη,
θα μοιραζόμουν και θα μοίραζα νερό, άνθρακα, άζωτο και ό,τι άλλο καλό στον κόσμο των δέντρων.
Άλλα δεν είμαι δέντρο». Δεν μου αρέσει αυτή η μεταφορά. Με εκνευρίζει αυτή η λέξη. Θα επανέλθω.
Τώρα προσθέτω. Δεν έχω ρίζες πια, μέχρι κι η γλώσσα με παράτησε, ίσως ‒οι ρίζες μου‒ να
βρίσκονται, να, τώρα ίσα-ίσα σχηματίζονται, σε σώματα της Μεσογείου που βουλιάζουνε, και
πιάνουνε, σιγά-σιγά, τσουνάμι, θα θεριέψουνε, θα κάψουν, θα γκρεμίσουνε, ναι, θέλει κόπο πολύ και
χρόνο και αγρανάπαυση, το μέλλον να φουντώσει.
Ποιο μέλλον;
Κι όμως, αυτό που αναζητώ, είναι να βάλω κάτι άλλο στη θέση αυτής της λέξης (ρίζα, ριζά και
γκρέμιζα… πανάθεμά σε Ζέρβα. Επανέρχομαι). Κι αν μέσα στην αγάπη ζω, αυτό που μέσα μου
επιμένει και επανέρχεται είναι μόνο μια λέξη, απ’ τα μικράτα μου, η λέξη «πυρ», «φωτιά» και
παρανάλωμα πυρός ή σκέτο παρανάλωμα.
[artwork : Jorge Mayet]