Ήταν καιρός που κόκκινο
Με θριαμβευτική εμφάνιση
Επέλεγε το όπιο παπαρούνας να μεθά,
Στο ηττημένο κοσμικό αυγό να θρυμματίζεται
Και μάλιστα ως τσόφλι.
Μ’ αυτό το κόκκινο ντυμένος ο ληστής
Περνούσε απαρατήρητος στη σάλα
ακρίβεια υφαρπαζοντας των ανθρωπίνων λόγων:
“αν είσαι συ ο Χριστός τον εαυτό σου σώσε και εμάς!”.
Τί θ’ απογίνουν άνθρωποι δίχως να σκέφτονται
Την αληθοτιμή της χλεύης,
Επαίτες για καρφιά να συγκρατούν την ειρωνεία
Και μερικοί για κόκκαλα της γνώσης
Του αμνού πού ‘χε θλιμμένο βλέμμα
Σαν ήξερε πως σφάζονταν;
Στη σάλα βρήκε τιμαλφή που δεν μπορούσαν νά ‘ναι αναγκαία:
κορμό αδύνατο ξυλεία να προσφέρει
Και να σηκώσει σώμα στο πλατύτερο του πόνου,
Κορμό αειθαλή στην άρνηση να κρεμαστεί κενό
Σαν δίνει απελπισία αφειδώς
Και εύθραυστη μιαν ιδιότητα που κρέμονταν εν αχρηστία,
νά ‘ναι ληστής
– η πρώτη σου ταπείνωση σαν ιδιότητα δεν έχεις
Μα πρώτη – πρώτη γι’ αυτόν
Σαν ζήτησε στον ουρανό τη μνήμη,
Στη γη σποκαθηλωμένη ήταν.
Εν παραδείσω πρώτα υπήρξε ένας ληστής
Με το σπασμένο πεπρωμένο για κλοπή
Και μ’ ένα κόκκινο
Να απορρίπτει κάδμιο, κάρμα μετάλλου και καρμίνι
Επιθυμώντας να φορά το βάρος των χειλιών σου
Κι αυτό αναλογίζομαι
Καθώς και ότι τον παράδεισο ένας
Ληστής θλιμμένος “λήστεψε”.