Το Σάββατο 6 Απριλίου 2024 κάνοντας ζάπινγκ έπεσα πάνω στην εκπομπή του OPEN «Τώρα
μαζί» που παρουσιάζουν ο Σπύρος Χαριτάτος και η Ευλαμπία Ρέβη. Στάθηκα να
παρακολουθήσω γιατί φιλοξενούμενος ήταν ο νεαρός συνάδελφος Χρήστος Λιάπης
διευθυντής (μεταξύ πολλών άλλων) και του ΚΕΘΕΑ. Ήταν καλεσμένος να μιλήσει για το αν ο
δολοφόνος της Κυριακής είναι ψυχασθενής ή όχι. Μετά τα όσα είχε να πει και πριν
αποχωρήσει από το πάνελ χάρiσε την πρώτη του ποιητική συλλογή «Λαβωμένος Ίαμβος»
από τις εκδόσεις Ιωλκός (2022), σε κάποια κυρία που καθόταν δίπλα του.
Δεν μας πείραξε που ένας συνάδελφος γράφει ποιήματα, όλοι στην Ελλάδα είμαστε
ποιητές, αλλά η κίνησή του ήταν άκομψη και εκτός τόπου. Μου θύμισε ένα παλιότερο
κείμενο από τον «Οδηγό επιβίωσης για νέους λογοτέχνες» (Απόπειρα, 2017):
«ΝΑ ΣΑΣ ΔΙΑΒΑΣΩ ΕΝΑ ΔΙΚΟ ΜΟΥ;» ή ΤΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ ΦΥΓΕΙΝ ΑΔΥΝΑΤΟΝ
Σχεδόν σε ψυχωσική κατάσταση, φίλος ποιητής που κατέβηκε από την επαρχία στην Αθήνα
να διαβάσει για την «Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης» σε κάποια από τις αναρίθμητες
εκδηλώσεις, και με έντονο συναίσθημα αποπραγματοποίησης, μετά από το ταξίδι, τα ξίδια
και τους μπάφους, βρέθηκε στο Πρώτο Βοηθειών γενικού νοσοκομείου που εφημέρευε.
Αφού αντιμετωπίστηκε επιτυχώς κι άρχισε να ψιλοσυνέρχεται, δέχθηκε σειρά από
ερωτήσεις γύρω από τον εαυτό του, στις οποίες δεν ήξερε να απαντήσει. Δεν μπορούσε να
θυμηθεί πού μένει, τί μήνας είναι, πόσο κάνει δεκατρία μείον έξι. Ο φίλος μου ποιητής
πάσχει από μεθοριακή διαταραχή της προσωπικότητας, δεν είναι σχιζοφρενής ούτε
σχιζοσυναισθηματικός, και πριν ακόμη θυμηθεί πώς τον λένε, θυμάται πως είναι ποιητής
και το λέει αμέσως στους δυο γιατρούς που τον εξετάζουν.
Ο παθολόγος και ο ψυχίατρος, που είχε εγκληθεί προφανώς για εκτίμηση, μόλις ακούν πως
ο φίλος μου είναι ποιητής, τον παρατάνε στο εφημερείο μαζί με τη νοσοκόμα και τρέχουν
να φέρουν τα ποιήματα και τα γραφτά τους. Επιστρέφουν με τα τάμπλετ ανά χείρας. Τον
κρατάνε εκεί: «να σας διαβάσω κι εγώ τα δικά μου;», έλεγε ο παθολόγος. «Να σας διαβάσω
ένα ακόμη, να μου πείτε τη γνώμη σας;», έλεγε ο ψυχίατρος. «Να σας δώσω τα δικά μου να
τα διαβάσετε με την ησυχία σας στο σπίτι;», έλεγε η νοσοκόμα. Τέρμα ευγενικοί όλοι τους,
αλλά σκεφτείτε πόσο ματαιόδοξοι!
Κανείς δεν μπορεί να αποφύγει πλέον, τους ποιητές. Σε καλούνε σε δείπνο και κάποια
στιγμή οι οικοδεσπότες (άνδρας, γυναίκα και διάδοχοι), σε υποχρεώνουν να διαβάσεις τα
ποιήματά τους ή, ακόμη χειρότερα, τα διαβάζουν οι ίδιοι. Πηγαίνεις στο αγαπημένο σου
μπαρ να ακούσεις μουσική και ξεπετάγονται πέντε-έξι ποιητές και σε διώχνουν απ’ την
μπάρα για να διαβάσουν κακήν-κακώς τα ποιήματά τους, χαλώντας σου το βράδυ
οριστικώς. Βγαίνεις να περπατήσεις στη λιακάδα και βλέπεις τα αστικά λεωφορεία να είναι
ντυμένα με στίχους, το παρκάκι γεμάτο ταμπέλες με ποιήματα, τις πολυκατοικίες να έχουν
απλωμένα πανό με στίχους. Σε λίγο φοβάμαι πως το ίδιο θα γίνεται και στα δικαστήρια: ο
κύριος εισαγγελεύς θα απαγγέλει δικούς του στίχους, οι δικηγόροι θα τον αντικρούουν με
ποιήματα προσωπικής έμπνευσης κι ο δικαστής θα κρατάει το δικό του, να το διαβάσει
τελευταίος.
«Έρως και Ψυχή· ή αλλιώς, του έρωτα και του θανάτου, / το λέγαν και έτσι πριν το κλέψουν,
πριν ο καιρός σε κλέψει… Ας κάψουμε, λοιπόν, χρυσάνθεμα / που διώχνουν τα επίμονα
λεπιδόπτερα των αναμνήσεων».(από τον Ιωλκό)