Search
Close this search box.

Διαβάζουμε Ζούμε Ονειρευόμαστε

Διαβάζουμε Ζούμε Ονειρευόμαστε

[Μεγάλη και μεγάλη Παρασκευή] του Δημήτρη Σινάκου

         «Η ζωή πώς θνήσκεις; Πώς και τάφω οικείς;» οι φωνές του Τάσου, αδελφός μου πρεσβύτερος, και του Τάκη, φίλος απ΄ τα πρώτα πρώτα χρόνια της ζωής, και επαγγελματίας τραγουδιστής τώρα, γεμίζουν τα τρία κλίτη της μικρής βασιλικής του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης των παλαιοημερολογιτών. Κάθομαι σε μια καρέκλα στο σημείο που άλλοτε ήταν τα καφέ σκούρα στασίδια, που χώριζαν το μεσαίο από το δεξιό κλίτος.     
        
Τώρα τα στασίδια έχουν αποσυρθεί και στη θέση τους υπάρχουν καρέκλες. «Η ζωή εν τάφω κατετέθης Χριστέ» κι είμαστε πολλοί που ψάλλουμε ο Τάσος, ο Τάκης, εγώ, ο Αλέκος, το είδα να κάθεται στο παγκάρι στα κεριά, καλούν την κλάση μας για επιτρόπους αστειεύτηκα, κι αρκετοί άλλοι, έναν δυο τους είδα να στέκονται  όρθιοι στη εκκλησιά με μικρά πλάι τους, εγγόνια μάλλον, κι είμαστε οκτώ, εννιά, δέκα, έντεκα, δώδεκα μέχρι και τα δεκαοχτώ και «η ζωή εν τάφω» όλοι μαζί και με δύναμη, και οι πολλοί σκεπάζουν με ευκολία τα φάλτσα και πρέπει να τα πούμε καλύτερα από τα κορίτσια, πιο γλυκές φωνές μα και πιο τσιριχτές, «Ο ωραίος κάλλει παρά πάντας βροτούς» ακούω τις φωνές τους και έχω τα μάτια μου στο πάτωμα, μάρμαρα μπεζ και πράσινα και καφέ που κάνουν σχήματα μα εγώ περπατώ πάνω σε πλακάκια κεραμικά, μικρά, που σχηματίζουν ρόμβους με τα άσπρα και μαύρα τους σχήματα και πάω προς την δεξιά πόρτα του ιερού, σχεδόν όλη τη μεγάλη βδομάδα είμαι εδώ μέσα, ντύνομαι «ξιφτέρ», εξαπτέρυγα τα έλεγαν οι δάσκαλοι κι οι μορφωμένοι μα για τη γιαγιά μου και τη μάνα μου ήταν «ξιφτέρια», τιμή μεγάλη και μεγαλύτερη ο μεσαίος που θα κρατάει το σταυρό, γίνονται μάχες μέχρι και ψιλές πέφτουν καμιά φορά για το σταυρό και μετά σχεδόν τρία τέταρτα, όπως τα υπολογίζω τώρα, μπροστά στην ωραία πύλη, όρθιος και έτοιμος να σηκώσω το σταυρό ή ότι άλλο μου ΄λαχε, όταν βγαίνει ο παπα-Νικόλας με τ’ άχραντα μυστήρια και διασχίζουμε βαδίζοντας το αριστερό κλίτος και το μεσαίο μπροστά στα σκυμμένα κεφάλια των γυναικών που έχουν κατέβει από τα στασίδια και μετά όταν βγαίνει με το βαγγέλιο μέχρι το «ευχαριστήσωμεν τω κυρίω» που κάνουμε υπόκλιση μπροστά του και φεύγουμε, έχει μάρμαρα τώρα το πάτωμα και τα στασίδια είναι καινούργια κίτρινα απ’ τα λούστρα του ξύλου, έχει και καλοριφέρ και κλιματισμό μα εγώ περπατώ στο δεξί διάδρομο πάνω στα ασπρόμαυρα κεραμικά πλακάκια που χρειάστηκαν μέρες μόχθου από τις γυναίκες της ενορίας, κι η μάνα μου πάντα ανάμεσά τους, για να καθαριστούν όσο περισσότερο γίνεται για να είναι λαμπερά τη Κυριακή της Λαμπρής, και αριστερά και δεξιά μου, στα καφέ σκούρα σχεδόν μαύρα στενά και άβολα στασίδια με τους μεντεσέδες των ανακλινόμενων καθισμάτων να τρίζουν και καμιά φορά να πέφτουν με πάταγο και να κοψοχωλιάζουν τους αφοσιωμένους, στέκονται οι μεγάλοι κι οι παππούδες, μερικοί με τα μπενεβρέκια τους, «τα μπινιβρέκιατς» στη λαλιά τους, έχουν ακουμπήσει στα στασίδια τα κασκέτα, όπως κι ο παππούς μου, ο Τάσος, δεν φοράει «μπινιβρέκ» αλλά φορά πάντα κασκέτο, και βλέπω το περιποιημένο στριφτό μουστάκι του και την πάντα καλοφτιαγμένη χωρίστρα των λευκών μαλλιών του, στέκεται κάπου στα μισά του κλίτους, κάτω απ΄ το μεγάλο παράθυρο, ενώ στην αρχή αρχή στέκεται ο πατέρα μου, εκεί στέκεται κι απόψε, στα 82 πια, κι ακούει το η «ζωή εν τάφω» από το στόμα του μεγάλου του γιου, και γυρίζω το κεφάλι μου αριστερά και στο βάθος η γιαγιά μου η Καλλιόπη, στο αριστερό κλίτος, σχεδόν απέναντι από τον παππού, ενώ η μάνα μου κάθεται σ΄ ένα καρεκλάκι πλάι στην πόρτα που βγάζει στ΄ αριστερό μέρος του προαύλιου, εκεί, που ανάμεσα στις αντριμνιές κατεβαίνουμε κρυφά να πιούμε λίγο νερό το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης απ΄ τη βρύση που έχει πλάι στο ποτάμι, γιατί «άμα χαιρετίστε το σταυρωμένο δεν θα πιείτε ούτε νερό μέχρι την ώρα που θα τον κατεβάσουν από το σταυρό» είναι η εντολή κι εντολή είναι κάτι που τηρείται και πάω προς την αριστερή πόρτα του Ιερού, εκεί που από το πρωί καθόμαστε σ΄ ένα τραπεζάκι και γράφουμε τα ονόματα, «αλλού τα ζωντανά, αλλού τα πεθαμένα» είναι η εντολή και νέες μάχες για το ποιος θα γράφει, καθένας κρατάει για τον εαυτό του την πίστη ότι αυτός είναι ο καλύτερος και πρέπει οι υπόλοιποι να κάνουν πέρα, κι είναι κι καμπάνα που χτυπάει πένθιμα όλη μέρα που προκαλεί μάχες γιατί δεν είναι ηλεκτρικές οι καμπάνες αλλά πρέπει να τραβάς το σκοινί για να σημάνει, «σειρά μου τώρα χτυπάς τόση ώρα εσύ» και πώς να συμφωνήσουν τα παιδιά στο τι είναι πολύ και τι λίγο και να τα σπρωξίματα κι οι βρισιές και το ξύλο μέχρι να βρεθεί κάποιος μεγάλος να βάλει σειρά στα πράγματα ή να υπερισχύσει η δύναμη κάποιου, «έρρανον τον τάφον αι μυροφόραι μύρα» γεμίζουν τη μικρή εκκλησία οι φωνές του Τάσου και του Τάκη κι ο νεαρός παπάς που στέκεται μπροστά στο στολισμένο επιτάφιο τον ραντίζει μα εγώ στέκομαι με το κεφάλι σκυφτό και περιμένω να με καταβρέξουν τα μύρα που σκορπίζει σπάταλα ο παπά – Νικόλας, με τη γκριζόλευκη γενειάδα του





και τα σχεδόν ακατάληπτα λόγια που βγάζει από το στόμα του, φταίει η εγχείρηση που το μίκρυνε το κάτω χείλος λέει ο παππούς, πάντα γλυκός και ήρεμος ο παπα-Νικόλας, αμόρφωτος μα καλοκάγαθος, δεν δίστασα ποτέ να του φιλήσω το χέρι όσο ζούσε, κι έφτασε σε βαθια γηρατειά, «να κλείστε τα μάτια σας, τσούζει» ήταν η συμβουλή κι έχω τα μάτια μου κλειστά καθώς το ευωδιαστό μύρο με ραντίζει πλάι στον Επιτάφιο αλλά κι αργότερα όταν πια ακούω τους νεότερους να ψάλλουν από κάποιο σημείο της εκκλησιάς, κοριτσάκια με ομοιόμορφες στολές στοιχισμένα σε δυο σειρές ραίνουν με ανθοπέταλα τον επιτάφιο και η προσχεδιασμένη θεατρικότητα μου προκαλεί δυσφορία και κλείνω τα μάτια γιατί παπα-Νικόλας γυρίζει ανάμεσα στους εκκλησιαζόμενους και τους ραντίζει με μύρα «κλείστε τα μάτια σας, τζούζει» είναι η συμβουλή και κρατώ τα μάτια μου κλειστά, «ω γλυκύ μου Εαρ, γλυκύτατό μου τέκνο, που έδυ σου το κάλλος» δίνουν τα καλύτερα τους ο Τάσος με τον Τάκη και γυρίζω τα μάτια μου προς τη μάνα μου, ευλαβική και περήφανη για το γιο της, κουρασμένη με τα μαλλιά της αραιωμένα και το πρόσωπο αυλακισμένο ψιθυρίζει μαζί τους καθισμένη σ΄ένα στασίδι, κοντά στη γιαγιά μου τη Καλλιόπη, πεθαμένη είκοσι χρόνια τώρα, γυρίζω απ΄την άλλη, ο παππούς έφυγε το 1978, τριάντα ολάκερα χρόνια, στο στασίδι του κάθεται κάποιος που τον αναγνωρίζω μα δε ξέρω τ’ όνομά του, στη θέση του ο πατέρας μου, βλέπω τα’ άσπρα του μαλλιά τις πολλές και βαθιές ρυτίδες του, ξέρω ότι τον δυσκολεύει το δεξί του γόνατο και τον φοβίζει που άρχισε να θυμάται με κόπο τα ονόματα, μπινιβρικάδες δεν υπάρχουν πια, τα μπενεβρέκια τους για τα μυαλά των ανοήτων έγιναν πια είδος κατάλληλο για επίδειξη τις απόκριες, η αδελφή μου, άλλη μια ενοχή που κάνει την Παρασκευή μου μεγάλη, στέκεται εκεί που παλιότερα καθόταν η μάνα, η γυναίκα μου, τριάντα χρόνια τώρα, κατ’ ανάγκη μέτοχος τούτης της Παρασκευής των παρόντων και των απόντων, τα παιδιά μου δεν είναι γύρω, ο μικρός μου, διαπιστώνω μετά, είναι έξω από την εκκλησία, ο μεγάλος, προτίμησε τον υπολογιστή του, κι η φωνή του αδελφού μου, ίδια όπως τότε, που τραγουδούσε στην αυλή, πλάι στην ανθισμένη πασχαλιά «νιάτα πικρά μου που τ΄όνειρο χάσατε», χωρίς να ξέρει αυτός, χωρίς να ξέρω εγώ, τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό, να ψάλλει κλείνοντας «αι γενεαί πάσαι ύμνον τη ταφή σου προσφέρουσι, Χριστέ μου» και να ενώνει τις γενεές πάσες, αυτές που υπήρξαν κι αυτές που υπάρχουν διασώζοντας στη ψυχή μου το κάλλος και ελαφρύνοντας λίγο το βάρος όχι της Μεγάλης Παρασκευής του πιστού, αλλά της μεγάλης Παρασκευής του ανθρώπου.


Και του χρόνου τους ευχήθηκα έξω απ΄την εκκλησιά πριν αρχίζει η περιφορά του Επιταφίου.      

More Interesting Posts

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Subscribe to My Newsletter

Subscribe to my weekly newsletter. I don’t send any spam email ever!