Τη μέρα του ταξιδιού, φορούσα ένα κόκκινο μάλλινο φόρεμα που είχα πλέξει η ίδια,
ένα από τα πλεονεκτήματα που είχα κόψει το τσιγάρο ήταν το πλέξιμο. Τα
υπερκινητικά μου χέρια που έστριβαν τσιγάρα μέχρι και πριν 6 μήνες είχαν πλέξει
ένα χαμό από ρούχα. Δεν ήξερα να πλέκω μανίκια οπότε το φόρεμα ήταν αμάνικο.
Φορούσα ένα μαύρο ζιβάγκο από μεσα και είχα ιδρώσει, στους 18 βαθμούς η Αθήνα
και ας ήταν Φλεβάρης, μ’έναν ήλιο λαμπερό και έναν ουρανό τεμπέλη. Ούτε ένα
σύννεφο. Εγώ ονειρευόμουν γκρί και χιόνια. Ήξερα πως στη Νέα Υόρκη η
θερμοκρασία ήταν κάτω από το μηδέν.
Έβγαλα το καθρεφτάκι από την τσάντα μου, ένα παλιό ξύλινο, με χαραγμένα
τ’αρχικά μου στο καπάκι. Μου το’χε δώσει η μαμά μου όταν είχα κλείσει τα 13.
«Γίνεσαι γυναίκα τώρα» μου’χε πει, «για να ελέγχεις το μακιγιάζ σου». Κοίταξα το
πρόσωπο μου, τα κακά μου τα χάλια είχα, είχα βάλει τόσο make up που έμοιαζα με
τραβεστί αλλά τι να κάνα. Τέτοια ώρα τέτοια λόγια, δεν μπορούσα να το σώσω,
τουλάχιστον με λίγο ρουζ. Καλύτερα έτσι παρά οι μώλωπες και οι γρατζουνιές.
Χτυπάει το λάστιχο σε μια λακκούβα, και φεύγει το καθρεφτάκι απ’τα χέρια μου.
Ψαχουλεύω τα πατάκια του αυτοκινήτου, βρώμα και δυσωδία καθώς έπιανα το
καθρεφτάκι: στραπατσαρισμένα χυμάκια Amita, και ψιλά, και πατατάκια, και
αποδείξεις από τα διόδια, περιέργως. Διότι ο πατέρας μου δεν υπάρχει περίπτωση
να πήγαινε από δρόμο με διόδια. Να ακόμα και εκείνη τη μέρα, τσιγκουνεύτηκε να
πάει από Αττική Οδό και γλίτωσε 2 ευρώ, πηγαίνοντας από τους καρόδρομους.
Η καρδούλα μου χτυπούσε όταν σταματάγαμε σε φανάρι. Αχ θα το χάσουμε το
αεροπλάνο, σκεφτόμουνα. Η μαμά μου μου έριχνε κλεφτές ματιές από τον
καθρέφτη, η ματιά της σταθερή, ζεστή. Μου μίλαγαν τα μάτια της, θα πας στην
Αμερική ο κόσμος να χαλάσει, μου λέγανε.
Αχ μαμά, όλη της τη σύνταξη μου έστελνε για να μένω στο Μεγάλο Μήλο. Τα δυο
πρώτα χρόνια τουλάχιστον, μετά πέθανε. Στα πενήντα-εννέα.
«Γιάννη πιο σιγά, έπρεπε να πάμε από Αττική, υπερατλαντικό ταξίδι έχει το
κορίτσι.»
«Μαρία σταμάτα, λες να μη ξέρω’γώ, κάθε μέρα από εδώ περνάω, η Αττική κολλάει
στην Παιανία, μια χαρά πάμε από’δω.» Είπε και γκάζωσε ακόμα παραπάνω. Έτσι,
γιατί ήταν ο άντρας του σπιτιού.
Είχαμε άλλον έναν άντρα στο σπίτι. Τον αδερφό μου αλλά δεν θέλω να τα θυμάμαι
αυτά τώρα. Αλλά δε βαριέσαι ας τα θυμηθώ, λες και αν πω να μην τα θυμάμαι πάει
να πει πως δεν γίνανε, ή πως ξεχνώ.
Δύο μέρες πριν το ταξίδι μου, με είχαν βάλει κάτω πατέρας και γιος και με
χτυπούσαν. Μετά μου πήραν και το διαβατήριο, για να μην πετάξω. Γιατί γύρισα
λέει αργά στο σπίτι σαν καμιά του δρόμου. Εγώ στα 28 τότε. Ο αδερφός είχε πιει τ
‘άντερά του και είχε πάρει πρέζες και κόκες, ο πατέρας μου πρέπει να τον είδε έτσι
και να στενοχωρήθηκε και να θύμωσε και εννοείται δεν του είπε τίποτα γιατί τον
φοβότανε. Τους έδερνε και τους δυο γονείς μου, για λεφτά και τσαμπουκά. Όχι
συχνά αλλά σίγουρα πέντε-έξι φορές τα φάγανε τα χαστούκια τους και εκείνοι.
Ήταν κλεισμένος στο δωμάτιο του ο αδερφός μου ακούγοντας σκυλάδικα. Ίσως
και γι’αυτό να είχε θυμώσει ο πατέρας μου ακόμα πιο πολύ, ακούει και σκουπίδια
έλεγε στη μάνα μου και ξεφυσούσε. Ηταν της κλασσικής ο μπαμπάς.
Γύρισα και’γώ κατά τις 2πμ που είχα πάει για τα αποχαιρετιστήρια ποτά με τα
κορίτσια, αχ πόσο ευτυχισμένη ήμουν. Είχα βάλει τη φουστίτσα μου τη κοντή, τα
ωραία μου τα μποτάκια τα καουμπόικα, έτοιμη σου λέω, για την Αμέρικα. Είχα
κάνει και τα μαλλιά μπούκλες, ένα κουκλάκι ήμουν. Τότε βέβαια, δε το έβλεπα, αλλά
τώρα ξέρω.
Μπαίνω στο σαλόνι, ο πατέρας μου με το σώβρακο, ροχάλιζε στον καναπέ, τι ήθελα
και’γω τα καουμπόικα τακούνια, κλακ-κλακ, μ ’ακούει και πετάγεται:
«Μωρή τι ώρα είναι αυτή που έρχεσαι;» Με πιάνει από τα μούτρα,
«Έλα βρε μπαμπά τώρα,» κάνω εγώ να τον γλυκάνω και κάθομαι σεμνά δίπλα στην
πολυθρόνα, «να βγήκαμε με τα κορίτσια για να γιορτάσουμε που πάω στην
Αμερική.» Την είδα τότε τη ζήλεια στα μάτια του. Τώρα που τα ‘χω σκεφτεί και
ξανασκεφτεί, ναι ήταν ζήλεια αλλά και λαχτάρα, για να φύγει και εκείνος μωρέ,
μακριά. Κάπου που δεν τον χτυπάνε, και τον κλέβουνε, κάπου που δεν τον κοιτάει η
ταμίας του σουπερμάρκετ με οίκτο.
«Ναι ε; Νομίζεις πως θα πας στην Αμερική και να γυρίζεις μέσα στην νύχτα σαν
καμιά πουτάνα;» Μου γαύγισε, και ακούω την πόρτα μέσα να τρίζει και η μπόχα
του τσιγάρου ταξίδεψε πολύ γρήγορα στο σαλόνι και τον βλέπω τον αδερφό μου,
μ’ένα φανελάκι, βρώμικο, παραπατώντας, σκουντουφλώντας στα έπιπλα, με μάτια
κόκκινα, άδεια, τι χαζά μάτια και κακά. Εξυνε το προσωπο του, με γρηγοράδα,
μ’ένστικτο.
«Τι έγινε μαρή;» Δεν με’λεγε μωρή αυτός, μαρή με έλεγε, «κααλά τα λέει ο μ π α μ π
ά ς; Πεζοδρόμιο θα πας να κάνεις στο Νιού Γιόρκ; Πουτανίτσα θα γίνεις;» Μάσαγε
τις λέξεις από τη μαστούρα και πάει στην κουζίνα και φέρνει το χαρτόκουτο με το
γάλα και αρχίζει και πίνει από ’κει, χωρίς ποτήρι.
Τα γάλατα τρέχανε στο πάτωμα, και έβλεπα την άσπρη λιμνούλα στα πλακάκια
δίπλα από τις βρώμικες τις κάλτσες, με το μεγάλο δάχτυλο να εξέχει, και κάτι
φλίπαρε μέσα μου και του λέω: «Αντε και γαμήσου, πρεζάκι.»
Αχ μη με ρωτάς δεν ξέρω τι με έπιασε, ίσως επειδή θα έφευγα; Μάλλον αυτό ήταν
ένιωσα δυνατή και ελεύθερη λίγο νωρίς για να λέμε την αλήθεια.
Με πιάνει, που λες, ο αδερφός μου από το λαιμό. Και λέω δεν μπορεί ο πατέρας μου
θα με σώσει.
«Δεν ντρέπεσαι να μιλάς έτσι στον αδερφό σου;» Όμως μου λέει. Στο πάτωμα εγώ,
σκίστηκε και το καλσόν, φάνηκε και το βρακί μου. Μου έδωσε μια μπουνιά στην
κοιλιά ο αδερφός μου και ένα μπάτσο στο πρόσωπο. Και ο πατέρας μου μικρά
χαστουκάκια στο πρόσωπο, να δείξει στον αδερφό ότι είναι με το μέρος του. Αρχίζω
να ουρλιάζω, ξυπνά και η μάνα μου σέρνοντας τις παντόφλες.
«Μη, μη», φώναξε «όχι στο κεφάλι».
Ο πατέρας μου σηκώνεται και ορμάει στο δωμάτιο μου, και παίρνει το διαβατήριο
μου από το γραφείο.
«Πουθενά δεν θα πας μωρή.» Μου είπε με φωνή στυφή.
Εγώ με αίματα στα μούτρα, κλωτσάω τον αδερφό μου στ’αρχίδια, διπλώθηκε κάτω.
Σηκώνομαι και σπρώχνω τον πατέρα μου, ήμουν και δυνατό κορίτσι, αθλήτρια.
Επεσε πάνω στο τραπεζάκι, και πήρε σβάρνα το τασάκι το κρυστάλλινο και τα
κηροπήγια αγγελάκια της μαμάς. Πρέπει το μάτι μου να’ταν του τρελού γιατί, έμεινε
εκεί, ακίνητος.
Πήρα τα πάνω μου τότε και’γω, πιάνω τη σιδερόβεργα του τζακιού και ρίχνω μια
στον αδερφό μου στα πλευρά. «Μηηηη» η μάνα μου.
«Φέρτο» λέω στον πατέρα μου, «θα σας σκοτώσω, αρχίδια» ούρλιαξα. Η μάνα μου
έκλαιγε και έπιανε το αριστερό της βυζί.
Μου έδωσε το διαβατήριο, βούτηξα τα κλειδιά και έφυγα. Κοιμήθηκα στης Καίτης
το βράδυ μέχρι την πτήση. Θα μου πεις, γιατί έμενα μαζί τους. Ειχα σχέδιο, εκανα
οικονομίες για να πληρώσω το σχολείο που με είχε δεχτεί. Δεν ήταν στη Νέα Υόρκη,
στο Nιού Ροσέλ ήταν, 20 λεπτά με το τρένο από το Γκράντ Σέντραλ. Σχολείο του
κώλου ήταν, έκλεισε δυο χρόνια μετά που αποφοίτησα, αλλά εγώ το παρουσίαζα
για Χάρβαρντ. Όλο ψέματα ήμουν από μικρή. Τουλάχιστον αυτό το ψέμα δεν ήταν
τόσο ακραίο όπως εκείνο που είχα πει στη διπλανή μου τη Μαρίνα ότι είμαι το
κορίτσι λάστιχο και θα με πάνε οι γονείς μου σε τσίρκο. Τα πίστευε και εκείνη τι να
πω. Όλοι θέλαμε όνειρα και φαντασιώσεις, τι να πω. Αχ αχ το μυαλό μου χορεύει
τσιφτετέλι, όλο τσαλίμια οι αναμνήσεις.
Ηρθε, που λες, ο πατέρας μου κλαίγοντας από το σπίτι της Καίτης την άλλη μέρα,
«συγχώρεσε με» μου ειπε, «μ’εχει πεθάνει ο άλλος», ένιωσα άσχημα εγώ, ντροπή να
βλέπω τον πατέρα μου με τα άσπρα του μαλλάκια, να πλαντάζει, ενώ εγώ πριν δύο
ώρες με τη Καίτη είχαμε κάνει το Κάμα Σούτρα. Που να’ξερε, ο πατέρας μου. Από
μικρή με φοβότανε μην του βγω λεσβία. Αυτοεκπληρούμενη προφητεία, που λένε.
Θα σας πω άλλη φορά τα της Καίτης. Ένα θα πω για την ώρα: δεν ήταν έρωτας, δεν
ήξερα ν ’αγαπώ εγώ τότε. Το σώμα μου μάθαινα.
«Έλα βρε μπαμπά μου» του λέω τρυφερά….δεν σε παρεξηγώ. Και ένιωσα μια
αγάπη μεγάλη και λύπη. Σαν πλοκάμια και τα δυό, έσφιγγαν τον λαιμό μου. Γιατί
εγώ θα έφευγα και θα τον άφηνα πίσω. Πολλά ένιωθα τότε, μέχρι που δεν ένιωθα,
σαν ψυχοπαθής, που λένε. Ένα ρομποτάκι, με ατσάλινα κομμάτια κολλημένα λάθος
μεταξύ τους. Μόνο και βραχυκυκλωμένο.
Όταν φτάσαμε στον Ελευθέριο Βενιζέλο, μ ’έλουσε κρύος ιδρώτας: τις είχα
παραγεμίσει τις βαλίτσες; Επικύρωσε και ο πατέρας μου με το σχόλιο:
«Τι έχεις βάλει μέσα, έλεος!»
Πριν τσεκάρω τις βαλίτσες τις ανοίγω μπροστά από την υπάλληλο. «Πιο πέρα
δεσποινίς» μου λέει με το άψογο, κόκκινο στόμα της. Ωραία κοπέλα, σκέφτηκα. Οι
βαλίτσες, με το που ανοίγω το φερμουάρ, ξεράσανε κασκόλ, και φούτερ, και το
πιστολάκι για τα μαλλιά, και μία μπότα. Την άλλη την είχα ξεχάσει στης Καίτης.
«Βρε, Ντίνα μου, είναι ώρα τώρα γι’αυτήν τη δουλειά;» Μου λέει η μάνα μου
αγχωμένα.
«Πάρε το πιστολάκι πίσω, εκεί έχουν άλλες πρίζες, και τον μοντγκόμερι…»
«Αυτό θα το πάρεις,» είπε αυστηρά, «έχει κρύο εκεί.»
«Και τη φέτα δεν θα την πάρω, άσε που θα χαλάσει στο ταξίδι, τι είναι αυτό;» Την
ρωτώ ενώ ψάρεψα ένα λίτρο ελαιόλαδο απ’ την βαλίτσα όπου δεν γνώριζα την
ύπαρξη του.
«Α.., αυτό θα το πάρεις.» Λέει ο πατέρας μου. «Είναι λάδι απ’το χωριό, ο Θείος
Κώστας το ‘φερε για εσένα.»
Και μουσκέψανε τα μάτια μου.
Και βρέθηκα να κλαίω, ποια εγώ, πάνω από τις βαλίτσες, και η μάνα μου ήρθε και μ
’αγκάλιασε, και μύρισα το άρωμα της, Annais-Annais. Ενιωσα το μαλακό, και γέρικο
πριν την ώρα του δέρμα της. Ο πατέρας μου έκλαιγε και αυτός. «Είμαι περήφανος
για εσένα.» Μου είπε και σκέφτηκα έστω φευγαλέα, πως τα πράγματα θα
μπορούσαν να είναι διαφορετικά, αλλά την έδιωξα αυτήν την σκέψη. Μόνο
μπροστά θα κοιτούσα. Eίχα αποφασίσει.
Έκατσα πάνω στην βαλίτσα, και την έκλεισε ο πατέρας μου. Χτύπησε το κινητό της
μάνας μου:
«Ο Αλέκος είναι Ντίνα μου.» Μου λέει με φωνή παρακλητική, «έλα αγάπη μου, θέλει
να σου πει, καλό ταξίδι. Έλα να μονιάσετε τ ’αδέρφια.» Αχ πόσο δε ήθελα να του
μιλήσω αλλά τα μάτια της πόσο όμορφα και πονεμένα ήταν. Παίρνω το Νokia στα
χέρια.
«Ναι.» Μουρμούρισα.
«Καλό ταξίδι.» Μου ευχήθηκε με διαυγή, νηφάλια φωνή.
«Ευχαριστώ.» Είπα μουδιασμένα, και ένιωσα ν ’αδειάζει το σώμα μου, σαν να μην
είχα έντερα, στομάχι και καρδιά. Σαν να’χα ένα τίποτα για σώμα. Δίνω στη μάνα
μου το κινητό και έφυγα. Έτσι απλά.
Μόνο που πριν στρίψω για τις αναχωρήσεις, γύρισα και τους είδα: και πόσο μικροί
μου φάνηκαν, μικροί και γκρίζοι ανάμεσα στα έντονα φώτα, και τα φανταχτερά
μαγαζιά του αεροδρομίου. Δίπλα, δίπλα, οι ώμοι τους ακούμπαγαν, και τα ρούχα
τους μου φάνηκαν παλιακά και κακόμοιρα. Και η ενοχή, σαν ψαλίδι μ ‘έκοψε.
Για λίγο όμως, γιατί μετά, μέσα στο αεροπλάνο πετούσα ανάμεσα απ’τα σύννεφα.