Search
Close this search box.

Διαβάζουμε Ζούμε Ονειρευόμαστε

Διαβάζουμε Ζούμε Ονειρευόμαστε

[Μεξ] του Χρήστου Κατρούτσου

Πρώτα ξύπνησες το δάπεδο
Και νά, μαχαιριές στη σιωπή τα ψηλοτάκουνά σου
Σ’ αποσιωπητικά διαμελισμένο συνεχές των ήχων
Και δάκτυλά σου έτοιμα να δοκιμάσουν προς εμένα
Τα επόμενα σου βήματα και προσέμενα.

Υψώνω βλέμμα στη γάμπα σου και ήδη βρίσκομαι σκληρός
Που μέταλλο ντροπιάζεται,
Το δέρμα πάνω στο φίδι πιο σκούρο και λεπτό που πόσες φλέβες
Συνομιλούν με αίμα στο κρεσέντο του,
Το μήκος- ερπετό δαγκώνει πλάτος απ΄του κρεβατιού
Και πιο κοντά εμείς
Και σου φορώ τα χείλη μου στ΄αυτιά κι απομακρύνομαι
Ίσα να δω πως σου υγραίνουν τους λοβούς
Και πως η γλώσσα γίνεται πουέντ.
Αργά, διανύοντας απόσταση ως το ισχίο
Μα ελαφρά πιο Γαύδο
Γιατί βερύκοκά σου σφίγγονται;
Αν φάνε μια σφαλιάρα θα μοιάσουνε γερμάς,
Κανένας στίχος μην τελειώσει με το μας
Όχι πάλι τα γνωστά,

Εδώ σμιλεύουμε σε γεγονότα τ΄ αδοκίμαστο Τρακτάτους
Κι άτρακτος απ΄ τη σχισμή σου ύστερα.
Μπαίνω για λίγο, για λίγο όμως σαν αργά,
Εξάλλου θα κρατήσει και πολύ, το ξέρεις, καθώς ο καύσωνας του ‘24,
Στο τέλος, πρέπει το ρολόι και κάθε μέτρηση να είναι ιδρωμένη,
Στο τέλος πρέπει να γαμήσουμε ρολόγια, να ντροπιαστεί
Νωθρότητα ωρών
Κι αν τρεμεις δεν θα σταματήσω
Θα φέρνω στην αναστάτωσή σου εντελέχεια
Με γέλιο κι οργασμούς,
Τα δώρα που ανέσκαψα ο δίκρανος.

Μπαίνω κι έχουν νότισμα τα βαρθολίνεια
Αγγίζοντας συχνά και πιο απ΄το συχνά τον τράχηλό σου.
Μέσα: και το παχύ σαν φάσκιωμα ανοίγει.
Έξω: χυμός αμύγδαλου στις φλέβες πάνω
Με ντύνει το σεντέφι σου.
Μέσα: κι αγγίζω πιο συχνά, στον υπερθετικό τον τράχηλο
Έξω: τοπικό κατόπιν τροπικό επίρρημα
Πιο συχνά, μέσα – έξω
Μέσα – έξω, μεξ!

Γεμίζω την αγκαλιά στα όρθια,
Ένα σώμα προχωράμε, λικνιζόμαστε προς την κουζίνα κι
Ανοίγω πόρτα του ψυγείου,

Εμπρός το καύμα πίσω μια δροσιά, δεν είσαι πια Σελήνη;
Κρατάω και κρατάς τον ορθωμένο μας χορό,
Κρατήρες σου θα επουλώνονται όταν τελειώνεις πρώτη,
Τιμή μου πού ‘σαι τόσο νοτισμένη
Εκεί στο ύψωμα, όχι γδυτό στην κορυφή μα σε φορά,
Μην σε θυμαμαι όταν σηκώνομαι
Μα να σηκώνομαι σαν σε θυμάμαι
Με τούτο θα γεμίζω διάττοντες τον ουρανό μου
Που του πετούσανε σακούλες φωτορύπανσης,
Να γεμίζω σένα ουρανέ μου νήματα
Σαν Δράκοντα αστερισμού
Και τέλος, αν λέγεται έτσι πριν την προπαίδεια αγκαλιάς,
Η Πούλια στάζει,
Ακόμη κι η εβδόμη τώρα φαίνεται.

Η μύγα της μοναξιάς

Μια μύγα επιμένει, επιμένει για την
Προσκόλληση στη μοναξιά.
Δεν τά ‘πε σωστά ο Βιτγκενστάιν.
Αυτή η μύγα κάνει σεργιάνι
Διαβάζοντας τη σκέψη μας πως μοναξιά
Τα κόπρανα του πλέριου γω θα είναι
Που κατεβάζει σύννεφα

Και τα ξηλώνει για λουριά στα πόδια του,
Εμείς καιγόμαστε στο παρατατικό της απουσίας τους
καθώς
Υπήρχαν κάποτε παραμυθία στους ρομαντικούς.

Σκυφτός το σύνορο σου περπατάς οπού το κύμα θνήσκει,
Να βουτήξεις στη στεριά ή να πάρεις ένα κουπί
Βαδίζοντας στη θάλασσα;

More Interesting Posts

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Subscribe to My Newsletter

Subscribe to my weekly newsletter. I don’t send any spam email ever!