Κατρίν Λεσέρ: Η γυναίκα, δηλώνετε, δεν είναι μόνο δούλα στο κοινωνικό και σεξουαλικό επίπεδο, αλλά επίσης είναι «προλετάρια της γλώσσας».
Ελφρίντε Γέλινεκ: Ναι, σ’ αυτήν τη διαπίστωση έφθασα κυρίως όταν έγραψα τη Λαγνεία. Αρχικά ήθελα να γράψω ένα είδος αντι-ιστορίας της Ιστορίας του ματιού του Georges Bataille. Φρονούσα ότι μια γυναίκα μπορούσε να σχεδιάσει να γράψει για το άσεμνο. Δυστυχώς οφείλω να παραδεχτώ ότι προφανώς αυτό είναι αδύνατον. Η «γλώσσα» του άσεμνου είναι ανδρική, πρόκειται για μια γλώσσα που την έχει επενδύσει εξολοκλήρου ο άντρας, και όπου η γυναίκα είναι αυτή που αποκαλύπτεται, αυτή που προσφέρεται, όπου ο άνδρας είναι αυτός που καταναλώνει το σώμα της γυναίκας. Το σχέδιό μου δεν ήταν να γράψω ένα απλό πορνογράφημα, αλλά να παράγω μια κοινωνική κριτική, σαν αυτήν του Georges Bataille ή, πριν απ’ αυτόν, του μαρκήσιου de Sade. O Sade επιδόθηκε σε μια καυστική κριτική της γαλλικής προεπαναστατικής κοινωνίας. Κατ’ εμέ, η καλή πορνογραφία είναι η πορνογραφία της κοινωνίας. Διότι η ίδια η κοινωνία είναι πορνογραφική. Διότι πάντοτε είχε κάτι να κρύψει. Και αυτό ακριβώς της αποσπώ. Της αποσπώ αυτόν τον πέπλο, και δείχνω το άσεμνο. Την άσεμνη εργασία των γυναικών. Αυτήν που ουδείς θέλει να δει και ουδείς βλέπει. Τον τρόπο με τον οποίο ασχολείται με τα παιδιά, τους γέρους, τους ασθενείς. Όλες αυτές τις χειρονομίες, αυτή την εργασία αγάπης που ποτέ δεν την τίμησαν. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο έγραψα την Απληστία. Ήθελα να επιχειρήσω να γράψω ένα είδος κοινωνικής πορνογραφίας. Εν συνεχεία με καλούσαν να δώσω εξηγήσεις, λέγοντας ότι κι εγώ η ίδια αναγνώριζα την αποτυχία μου. Η απάντησή μου ήταν η εξής: ναι, δεν μπόρεσα να γράψω αυτό το βιβλίο γιατί είναι βιβλίο ανέφικτο, γιατί δεν υπάρχει γυναικεία γλώσσα που μπορεί να πει το άσεμνο. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι η Ιστορία της Ο, το μυθιστόρημα της Dominique Aury, έχει γραφεί με το ψευδώνυμο Pauline Réage. Κατ’ εμέ είναι το σπουδαιότερο πορνογραφικό κείμενο που έχει γραφεί μέχρι σήμερα από γυναίκα. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που ωθεί τον μαζοχισμό στα άκρα, αυτόν το τυπικά γυναικείο μαζοχισμό στον οποίο οι γυναίκες οδηγούνται αναγκαστικά από τους άνδρες. Σ’ αυτό το βιβλίο η γυναίκα αγγίζει τα έσχατα όρια της αυτοκαταστροφής σε τέτοιο βαθμό ώστε καταλήγει να προσφέρει για θυσία τον ίδιο τον εαυτό της. Και αυτή η θυσία γίνεται αποδεκτή από τον άνδρα. Πραγματικά τρελό! Στο μυθιστόρημά μου Λαγνεία η γυναίκα δεν καταστρέφει τον εαυτό της. Καταστρέφει το μόνο πράγμα που είναι πιο αδύνατο από την ίδια: το παιδί της. Όπως ακριβώς συμβαίνει στην υπόθεση Villemin, από την οποία εμπνεύστηκα αυτό το έργο.

Κ.Λ.: Μήπως τελικά η γυναίκα καθ’ εαυτήν σας ενδιαφέρει λιγότερο απ’ ό,τι λέγεται γι’ αυτήν; Μήπως η κριτική σας είναι ουσιαστικά μια κριτική της «γλώσσας»;
Ε.Γ.: Ναι, αλλά αυτή η κριτική πρέπει αναγκαστικά να διεξαχθεί με τη γλώσσα του άνδρα, γιατί δεν υπάρχει γλώσσα της γυναίκας. Η μόνη δυνατότητα που έχουμε είναι να γελοιοποιήσουμε την ανδρική γλώσσα, να την εκτρέψουμε προσδίδοντάς της έναν χαρακτήρα ανατρεπτικό, να την περιγελάσουμε. Το μόνο μέσο που απομένει σ’ αυτόν που ανήκει στην κάστα των καταπιεσμένων είναι να γελοιοποιήσει τον κύριο, να τον καταγγείλει μέσω της ίδιας της αξιοθρήνητης προσπάθειας του να διατηρήσει την εξουσία του.
[* Ελφρίντε Γέλινεκ, Εκ βαθέων – Συνομιλία με την Κατρίν Λεσέρ,
Μετάφραση Βαγγέλης Μπιτσιώρης, Εκδόσεις Εκκρεμές]
artworks : Ash Sivils
