Search
Close this search box.

Διαβάζουμε Ζούμε Ονειρευόμαστε

Διαβάζουμε Ζούμε Ονειρευόμαστε

[ΜΙΑ ΜΕΡΑ] του Έρλομ Αχβλεντιάνι


Μια μέρα ο Βάνο σηκώθηκε πιο αργά απ’ ό,τι συνήθως, ντύθηκε πιο γρήγορα απ’ ό,τι
συνήθως και πήρε πρωινό πιο βιαστικά απ’ ό,τι συνήθως, για να είναι στη δουλειά στην
ώρα του.
Μόλις βγήκε έξω, συνάντησε τον Νίκο.
«Γεια σου!» είπε ο Νίκο.
«Γεια σου!» απάντησε ο Βάνο και, με το βήμα του πιο γρήγορο απ’ ό,τι συνήθως,
προσπέρασε τον Νίκο, για να είναι στη δουλειά στην ώρα του.
Όταν ο Βάνο επέστρεφε από τη δουλειά, συνάντησε τον Νίκο. Και οι δύο θυμήθηκαν ότι το
πρωί είχαν χαιρετήσει ο ένας τον άλλον, και ο Νίκο χαμογέλασε στον Βάνο. Ο Βάνο
χαμογέλασε κι αυτός, και μετά και οι δύο συνέχισαν τον δρόμο τους.
Όταν ο Βάνο επέστρεψε στο σπίτι, είδε ότι δεν υπήρχε ψωμί στην ψωμιέρα. Στον δρόμο του
για τον φούρνο συνάντησε τον Νίκο. Και οι δύο θυμήθηκαν ότι το πρωί είχαν χαιρετήσει ο
ένας τον άλλον, και ο Νίκο είπε και πάλι «γεια σου» στον Βάνο.


Ο Βάνο ανταπέδωσε τον χαιρετισμό, και μετά και οι δύο συνέχισαν τον δρόμο τους. Όταν ο
Βάνο επέστρεφε από τον φούρνο, συνάντησε τον Νίκο. Και οι δύο θυμήθηκαν ότι το πρωί εί
χαν χαιρετήσει ο ένας τον άλλον, και ο Νίκο ρώτησε τον Βάνο:
«Ψωμί για το σπίτι;» «Ναι» απάντησε ο Βάνο, και συνέχισαν και οι δύο τον δρόμο τους.
Μόλις ο Βάνο τελείωσε με το γεύμα του, θυμήθηκε ότι έπρεπε να κάνει εξαγωγή δοντιού.
Μόλις βγήκε έξω, συνάντησε τον Νίκο. Και οι δύο θυμήθηκαν ότι το πρωί είχαν χαιρετήσει
ο ένας τον άλλον, και ο Νίκο απέφυγε το βλέμμα του Βάνο. Ο Βάνο απέφυγε κι αυτός το
βλέμμα του Νίκο, και συνέχισαν και οι δύο τον δρόμο τους.
Όταν ο Βάνο έβγαλε το δόντι του και γυρνούσε θυμωμένος στο σπίτι, συνάντησε τον Νίκο.
Και οι δύο θυμήθηκαν ότι το πρωί είχαν χαιρετήσει ο ένας τον άλλον, και ο Βάνο κοίταξε
θυμωμένος τον Νίκο. Ο Νίκο τον κοίταξε όλο θυμό και αυτός, και συνέχισαν και οι δύο τον
δρόμο τους.

Όταν ο Βάνο έφτασε σπίτι, θυμήθηκε ότι έπρεπε να πάει στον συμβολαιογράφο για μια
δουλειά. Μόλις βγήκε έξω, συνάντησε τον Νίκο. Και οι δύο θυμήθηκαν ότι το πρωί είχαν
συναντήσει ο ένας τον άλλον, και ο Νίκο κοίταξε επίμονα τον Βάνο. Ο Βάνο ανταπέδωσε το
επίμονο κοίταγμα, και συνέχισαν και οι δύο τον δρόμο τους.
Όταν ο Βάνο έφτασε στον συμβολαιογράφο, δεν κατάφερε αυτό που ήθελε και έφυγε για
το σπίτι βρίζοντας. Στον δρόμο του, συνάντησε τον Νίκο. Και οι δύο θυμήθηκαν ότι το πρωί
είχαν συναντήσει ο ένας τον άλλον, και ο Βάνο έριξε μια σφαλιάρα στον Νίκο. Ο Νίκο τού
έριξε μια σφαλιάρα κι αυτός, και συνέχισαν και οι δύο τον δρόμο τους.
Και οι δύο πήγαν σπίτι. Και οι δύο ήπιαν ένα ποτό. Και οι δύο ξάπλωσαν στον καναπέ, και
θυμήθηκαν ότι το πρωί είχαν συναντήσει ο ένας τον άλλον, και βγήκαν και οι δύο έξω, στον
δρόμο, για να συναντήσουν ο ένας τον άλλον.
Ο Βάνο έψαξε τον Νίκο και τελικά τον βρήκε.
Ο Νίκο έψαξε τον Βάνο και τελικά τον βρήκε.

«Καληνύχτα!» είπε ο Βάνο στον Νίκο.
«Καληνύχτα!» είπε ο Νίκο στον Βάνο, και συνέχισαν και οι δύο τον δρόμο τους.
Ο Βάνο και ο Νίκο δεν συναντήθηκαν ξανά εκείνη την ημέρα αλλά, κατά τη διάρκεια της
νύχτας, και οι δύο ονειρεύτηκαν ο ένας τον άλλον, από μια φορά ο καθένας.

Έρλομ Αχβλεντιάνι, Ο Βάνο και ο Νίκο , διηγήματα (μετάφραση: Δημήτρης Τσεκούρας),
Εκδ. Βακχικόν, 2024

artwork : Ursula Allgäuer


ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΤΗΛΕΓΡΑΦΟΥ


Τι είναι Ο Βάνο και ο Νίκο; Τι είναι αυτές οι δεκαέξι μικρές ιστορίες, αυτές οι δεκαέξι
παραβολές που μας έρχονται από τη Γεωργία; Είναι παιδικά παραμύθια; Αυτόνομες
σκηνές θεατρικών έργων ή κινηματογραφικών ταινιών; Μήπως ποιητικά πεζογραφήματα;
Είναι απλά και μόνο ονειροφαντασίες; Μια σουρεαλιστική πραγματικότητα; Ίσως όλα
αυτά μαζί; Και τι ακριβώς συμβολίζει η σχέση του Βάνο με τον Νίκο; Μια πρώτη, αλλά σε
καμία περίπτωση μοναδική, απάντηση θα μπορούσε να είναι: την Ανθρώπινη Κατάσταση
μέσα από το καλειδοσκοπικό πρίσμα μιας αντρικής φιλίας. Ή μήπως την πάλη του Καλού
με το Κακό και τα ασαφή, ενίοτε, μεταξύ τους όρια; Άραγε συμβολίζει τις πολλές
διαστάσεις της περίπλοκης ανθρώπινης Φύσης; Όπως και να έχουν τα πράγματα, πάντως,
το μόνο σίγουρο είναι ότι με το έργο Ο Βάνο και ο Νίκο, διαβάζουμε καθαρή, ανυπόκριτη
Λογοτεχνία. Από αυτήν που έχει τον τρόπο να μας βάζει να φανταζόμαστε και να
σκεφτόμαστε.
Ο Δημήτρης Τσεκούρας με τη μεστή του μετάφραση μας προσφέρει μια απολαυστική
εμπειρία. Μας γνωρίζει τον Έρλομ Αχβλεντιάνι (γεννήθηκε στην Τιφλίδα στις 23 Νοεμβρίου
του 1933 και απεβίωσε στη Μόσχα στις 20 Μαρτίου του 2012) και τις ιστορίες του που είναι
«συναρπαστικές και, ταυτόχρονα, απολύτως παράδοξες» με μία αύρα, θα πρόσθετα, που
θυμίζει κάτι από το Μερσιέ και Καμιέ του Μπέκετ, από το Μπουβάρ και Πεκισέ του
Φλωμπέρ και –ίσως– από το ελληνικό δικό μας Εκείνος και εκείνος του Μουρσελά.

More Interesting Posts

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Subscribe to My Newsletter

Subscribe to my weekly newsletter. I don’t send any spam email ever!