Search
Close this search box.

Διαβάζουμε Ζούμε Ονειρευόμαστε

Διαβάζουμε Ζούμε Ονειρευόμαστε

[Μικρός συνέκδημος ποιητικής] του Παναγιώτη Χαχή

«Μὴ τάχα καὶ ὁ ποιητὴς προσευχὴ δὲν κάνει καὶ μὴ τάχα ἡ ποίηση δὲν εἶναι καὶ αὐτὴ
μιὰ ἄλλη προσευχή; Ὅμως ἡ γλωσσικὴ ἀναλογία ἤ, σωστότερα, ταύτιση δὲ σταματάει
μοναχὰ στὸ «ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς», ἀλλὰ προχωράει καὶ στὴ συνακόλουθη
ἱκανότητα τοῦ ποιητῆ νὰ μπορεῖ ―ὅπως ὁ Θεός― νὰ ξαναστήνει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ
μπροστά μας, μὲ τὸ μαγικὸ ραβδὶ τῆς ποίησης, ὅλα ἐκεῖνα ὅσα βλέπομε μὰ καὶ ὅσα δὲ
βλέπομε στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ, «ποιητὴν… ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων.»,


γράφει ο Ζήσιμος Λορεντζάτος στα Collectanea του.

Περιδιαβάζοντας την εκκλησιαστική υμνογραφία. Ποίηση -ακόμα-
λειτουργική. Έργο του δήμου, έργο λαού. Φωνή του Λόγου και φωνή του λαού, ο
ποιητής. Επώνυμος ή ανώνυμος ο υμνογράφος. Μοναχός συνήθως, ή λαϊκός.
Πρόσωπο σε κοινωνία προσώπων. Ο ιερέας δανείζει τα χέρια. Ο υμνογράφος τη
φωνή και τις λέξεις.


«αύτῃ γὰρ κάλαμον λαβών, ἄρχομαι γράφειν 
συγχώρησιν πᾶσι τοῖς ἐκ τοῦ Ἀδάμ· 
ἡ σάρξ μου, ἣν ὁρᾷς, ὥσπερ χάρτης γίνεταί μοι, 
καὶ τὸ αἷμά μου μέλαν ὅθεν βάπτω καὶ γράφω, 
δωρεὰν νέμων ἀδιάδοχον τοῖς κράζουσι·» 

γράφει ο μέγιστος ποιητής Ρωμανός ο Μελωδός.


Τίποτα δεν είναι του ανθρώπου. Μόνον ο πηλός. Τίποτα δεν δημιουργεί εκ
του μηδενός. Στο μηδέν τείνει. Τίποτα δεν είναι δικό μας, μονάχα το κενό. Την
προαίρεση μονάχα ζητά η Πνοή. Την συνέργεια. Μέσω της άσκησης, της εθελούσιας
κένωσης η οποία, ελκύει τη Χάρη.


Πέραν από τη δοξολογία και την εξύμνηση, στην υμνογραφία υπάρχει εξίσου
η εξομολογητική έκφραση της αμαρτίας, της αδυναμίας και της πτώσης του ποιητή,
ως μέλους της εκκλησίας. Όταν παύουν τα φαντασιακά πυροτεχνήματα, η φλυαρία
του εγώ. Βαττολογώντας καίγεται στη φλυαρία. Ασκούμενος στη λιτότητα της
γραφής φωτίζει τις λέξεις, βάττος μη καιόμενη.


Η αμαρτία, η αποτυχία, το ερεβώδες, η προσκόλληση, προσ-πάθεια σ’ αυτή.
Η θνητότητα της σάρκας. Όλα -και αυτά- εξομολογούνται, και μέσω αυτών
ταυτίζεται προσωπικά ο κάθε συμμέτοχος [και συλλειτουργός], αναγνώστης και
ακροατής. Όλα -και αυτά- ή ακριβώς μόνο αυτά είναι τα «δικά μας», η προσφορά μας
γυμνή, που παρατίθενται, προσφερόμενα στον Θεό. Ως λατρεία και Ευχαριστία, μαζί
με τα υλικά δώρα, το ψωμί και το κρασί, λέξεις, χρώματα, λίθοι, αρώματα και κεριά –
μόχθος ευγενής ανθρώπων, ζώων και κτίσης άλογης.


Το ένδον σκάπτε, στο κενό του τάφου, μήτρα Ανάστασης. Αυτογνωσία
σκληρή στο φως της Χάριτος. Αυτοέκθεση και απογύμνωση –όχι ποιητική του
εξεγερμένου «εγώ»- αλλά κένωση και εγωκαταστροφή. Εξομολόγηση, δηλαδή εξ-
αγόρευση. Δημόσια, στην κοινότητα των αδελφών, των ομοιοπαθών. Και αυτό
λειτουργία της ποίησης.

«Πολλάκις τὴν ὑμνῳδίαν ἐκτελῶν,
εὑρέθην τὴν ἁμαρτίαν ἐκπληρῶν,
τῇ μὲν γλώττῃ ᾄσματα φθεγγόμενος,
τῇ δὲ ψυχῇ ἄτοπα λογιζόμενος·
ἀλλ’ ἑκάτερα διόρθωσον, Χριστὲ ὁ Θεός,
διὰ τῆς μετανοίας, καὶ σῶσόν με»

(απόστιχο των Αίνων Δευτέρας του Παραλύτου)

«εἶτα πεποίηκας,
λογικόν με ζῶον,
ἵνα σου τὸ ἅγιον,
δοξάζω Παντοδύναμε ὄνομα·
ἐγὼ δὲ μάλιστα,
τοῖς αἰσχροῖς μου ἔργοις πάντοτε,
ἀτιμάζω,
ἀλλὰ φεῖσαι δέομαι»

(στιχηρό Δεσποτικό Δευτέρας, α ήχου)

«τὸ βάρος καὶ τὸν καύσωνα τῆς ἡμέρας οὐκ ἐβάστασα»

(κάθισμα όρθρου Δευτέρας, ήχος α)

«Δένδρῳ ἀκάρπῳ ὡμοίωμαι,
σχῆμα ὡς φύλλα κενά,
περικείμενος ἅγιον»

(Οκτώηχος, στιχηρό Σαββάτου, πλ. δ΄)

«ὡς φύλλα ἐξανθοῦσαν,
τοῦ γράμματος τὴν γνώμην,
τοὺς καρποὺς δὲ τῶν ἔργων οὐκ ἔχουσαν»,


γράφει ο ποιητής, κι αναρωτιέμαι αν μιλά για τη ζωή και τη γραφή μας.

Προσευχή κατά μόνας. Συλλογική προσευχή. Ενσαρκώνοντας πληθυντικό
χαμένο. Το αυτί του Θεού, πάντα, δίπλα στα χείλη και τα χέρια. Νοερά και
προφορικά. Γραπτώς. Πάντα κάτω από βλέμμα Του. Η προσωπική φωνή του
υμνογράφου, γίνεται φωνή της εκκλησίας των πιστών. Δωρίζει τα λόγια στο στόμα
καθενός. Μοιράζει τις λέξεις που έδωσε η Χάρη. Προφητεία είναι -ακριβώς- αυτό
Φωνή της κτίσης -όχι της φύσης. Αντηχείο του Πνεύματος, αλάλητος
στεναγμός. Όταν, δοχείο κενό πληρούται της Χάριτος. Σκεύος αδειανό εκλογής.


Εκφράζει, δεν εκφράζεται. Συγκινείσαι από τη φωνή που δίνει ο ποιητής –ο εξόριστος
άνθρωπος– στα δέντρα και τα φυτά του χαμένου παραδείσου, στη φύση που
συστενάζει και συνωδίνει, για να δεηθούν γι’ αυτόν, για εμάς.

«Παράδεισε πάντιμε,
τὸ ὡραιότατον κάλλος,
θεόκτιστον σκήνωμα,
εὐφροσύνη ἄληκτε,
[…]
ἤχῳ τῶν φύλλων σου,
Πλάστην τὸν τῶν ὅλων ἱκέτευε,
τὰς πύλας ὑπανοῖξαί μοι,
ἃς τῇ παραβάσει ἀπέκλεισα·
καὶ ἀξιωθῆναι,
τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς μεταλαβεῖν,
καὶ τῆς χαρᾶς,
ἧς τὸ πρότερον,
ἐν σοὶ κατετρύφησα.
[…]
Παράδεισε ἁγιώτατε,
ὁ δι’ ἐμὲ πεφυτευμένος,
[…]
ἱκέτευε τῷ σὲ ποιήσαντι,
κᾀμὲ πλάσαντι,
ὅπως τῶν σῶν ἀνθέων πλησθήσωμαι.
[…]
Λειμὼν μακάριε, φυτὰ θεόφυτα,
Παραδείσου τερπνότης νῦν ἐπ’ ἐμέ,
δάκρυα σταλάξατε,
ἐκ φύλλων ὥσπερ ὀφθαλμῶν,
τὸν γυμνόν, καὶ ξένον δόξης Θεοῦ.»


Με την Ενσάρκωση, η κτίση γίνεται Σώμα Χριστού, όπως οι άνθρωποι στην
εκκλησία Του. Το ίδιο σώμα, Χριστού, φύσης και συνανθρώπων που συνεχίζουμε να
θανατώνουμε. Στον «πολιτισμό» μας, δυστυχώς για το περιβάλλον και για μας, η
μόνη ανακύκλωση που γίνεται είναι εκείνη του συσσωρευτικού/καπιταλιστικού
κυκλώματος μισθωτής δουλείας-δουλικής κατανάλωσης. «Αὐτείδωλον ἐγενόμην»,
γράφει για τον πτωτικό άνθρωπο, τον κάθε ένα από μας, στον Μεγάλο Κανόνα του ο
άγιος Ανδρέας Κρήτης. Μεγάλος Κανόνας – σάρκα της πτώσης της ιστορίας,
εξομολόγηση προσωπική γι’ αυτό και κείμενο συλλογικό, λειτουργικό δηλαδή. Στην
εποχή αυτολατρείας και προσκύνησης ψηφιακών ειδώλων και φαντασμάτων, ο
ποιητής αναστηλώνει Εικόνες. Εικόνες της κτίσης, εικόνες ανθρώπων, εικόνες θεού.

«Η τέχνη είναι προσευχή. Είναι η προσευχή μου. Κι αν η προσευχή μου γίνεται
προσευχή και των άλλων, τότε και η τέχνη μου οικειώνεται από τους άλλους.
Ένας αληθινός ποιητής, αν είναι αυθεντικός ποιητής, δεν μπορεί παρά να είναι
πιστός. Προσωπικά, δεν μπορώ να θυμηθώ πότε έγινα πιστός, πότε έγινε αυτή η
μεταστροφή, πότε έγινα θρησκευόμενος. Με το «θρησκευόμενος» δεν εννοώ ότι δεν
είμαι αμαρτωλός. Απλώς, εννοώ ότι όλο και πιο πολύ πείθομαι πως ο πολιτισμός δεν
μπορεί αν υπάρξει δίχως θρησκεία».


λέει ο Αντρέι Ταρκόφσκι, μέσα από τη σιωπή των Εικόνων του.

Οι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, συνήθως, δεν είναι πνευματικοί
άνθρωποι. Οι πνευματικοί άνθρωποι, συνήθως, δεν είναι άνθρωποι των γραμμάτων
και των τεχνών. Σπανίως, το ένα δεν αποκλείει το άλλο.


Αντιγράφω -ξανά- τι σημειώνει για τον αββά Ισαάκ ο π. Βασίλειος Γοντικάκης:


«Καὶ γιὰ τὴ λογοτεχνία καὶ ἐξομολόγησι τῶν λογοτεχνῶν: Τὶς ξέρει, τὶς
καταλαβαίνει, τὶς γνωρίζει, τὶς δέχεται. Εἶναι καὶ ὁ ἴδιος λογοτέχνης. Καὶ τόσο πολὺ
λογοτέχνης, ποὺ φτάνει στὸ σημεῖο νὰ μὴν εἶναι. Ἔχει ξεπεράσει τὴ λογοτεχνία καὶ
βρίσκεται στὸν ἐπέκεινα χῶρο, ὅπου ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο ὁ ἀληθινὸς πόνος καὶ ὁ
καημὸς τῆς λογοτεχνίας.
Ὄντας μεγάλος, σέβεται τὸν μικρό, τὸν ταπεινό. Σέβεται καὶ τοὺς λογοτέχνες,
τοὺς ἀγῶνες καὶ τὶς ἐξομολογήσεις τους, περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι οἱ ἴδιοι οἱ λογοτέχνες,
ποὺ λίγο-πολὺ ὅλοι βρίσκονται στὸν χῶρο τῆς φθορᾶς, τῆς ἅμιλλας, τῆς ζήλειας καὶ τῆς
προσπάθειας νὰ τὰ ξεπεράσουν ὅλα αὐτά.»

Προϋπόθεση πνευματική της γραφής, να γίνει ο ποιητής άνθρωπος
εκκλησιαστικός. Μέλος του σώματος των αναγνωστών. Κι όπως στη γέννηση του
ανθρώπου, έτσι και την δημιουργία του έργου τέχνης, ο ποιητής, όπως ο αγιογράφος,
όπως ο αρχιτέκτονας, είναι συν-δημιουργοί του Θεού. Προηγείται η προσωπική
άσκηση, περίοδος ισόβια νήψης, νηστείας, προσευχής. Η εσωτερική –πνευματική και
σωματική- άσκηση που ελκύει την έμπνευση είναι πιο παραγνωρισμένη από την
υπαρκτή (και υπερεκτιμημένη) χειρονακτική σπουδή και εργασία της καταγραφής,
της προσωπικής άσκησης δηλαδή.


Γράφοντας ο ποιητής γίνεται λοιπόν το χέρι της εκκλησίας, η φωνή -μέλος
του κοινού σώματος. Γι’ αυτό υπογράφει: «δια χειρός του δείνα», ή «χείρ τάδε
εποίει».

[artworks : Borys Fiodorowicz]

More Interesting Posts

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Subscribe to My Newsletter

Subscribe to my weekly newsletter. I don’t send any spam email ever!