Search
Close this search box.

Διαβάζουμε Ζούμε Ονειρευόμαστε

Διαβάζουμε Ζούμε Ονειρευόμαστε

[Ο θανατοποινίτης] του Ζαν Ζενέ

Ο άνεμος που τραβολογάει στο δρόμο μια καρδιά
Ο άγγελος που κρέμεται στο δέντρο με λυγμούς
Μια στήλη από γαλάζιο που αγκαλιάζει το μάρμαρο
Ανοίγουνε στη νύχτα μου πόρτες για να ξεφύγω.

Ένα πουλί που ξεψυχάει, μια γεύση τέφρας
Στον τοίχο ανάμνηση ματιών που αποκοιμιούνται
Κι αυτή η γροθιά που φοβερίζει το γαλάζιο και πονάει
Φέρνουν μέσα στις χούφτες μου το πρόσωπό σου.

Πρόσωπο πιο σκληρό, πιο ανάλαφρο από μάσκα
Βαρύ στα χέρια μου, όπως στο χέρι του κλεπταποδόχου
Το κόσμημα που θα τσεπώσει, δάκρυα λουσμένο,
Άγριο, σκοτεινό, και στα μαλλιά κατάχλωρο στεφάνι.

Σαν έλληνα βοσκού αυστηρό το πρόσωπό σου.
Κλεισμένο μέσα στις παλάμες μου πώς τρέμει,
Το στόμα σου, στόμα νεκρής, ρόδα τα μάτια σου
Κι η μύτη σου, ένα ράμφος σαν των αρχαγγέλων. […]

Για ενός ωραίου αδιάφορου τα γαλανά τα μάτια
Ενός, που δεν κατάλαβε πόσο τον αγαπούσα
Στη γόνδολά της σκότωσα μιαν άγνωστη ερωμένη
Πανέμορφη, με λάτρευε ακόμα και νεκρή.

Όταν θα είσαι έτοιμος για φόνο και οπλισμένος
Με μάσκα απάνθρωπη, ξανθά μαλλιά για κράνος
Στον ξέφρενο τρελό ρυθμό που παίζουν τα βιολιά
Μια πλούσια κατάσφαξε που σ’ έβαλε στο μάτι. […]

Κάθε γιορτή του αίματος ορίζει, ένας ωραίος νέος
Να παραστεί σ’ ενός παιδιού την πρώτη δοκιμασία.
Τον τρόμο, την πρωτόγνωρη αγωνία σου γαλήνεψε
Τη στύση μου σαν παγοκρύσταλλο να γλείψεις. […]

Ώρες ατέλειωτες μιλούσαμε για έρωτα.
Ώρες ατέλειωτες καπνίζαμε τσιγάρα.
Μα πώς μπορούν οι δικαστές στο θάνατο να στείλουν
Έναν φονιά τόσο όμορφο, που τον ζηλεύει η μέρα. […]

Από παντού να εμπνευστείς τους πιο αλλόκοτους άθλους:
Απαγωγές παιδιών, πρωτάκουσα βασανιστήρια
Να σακατεύεις και να πετσοκόβεις όμορφα κορμιά
Και στα παιδιά να κλείνεις ραντεβού στη Γουιάνα.

Παλιόφιλέ μου Μαρονί, γλυκύτατη Καγιέν!
Μια εικοσαριά κατάδικοι στριμώχνονται
Γύρω από το ξανθό τεκνό, κι αυτό καπνίζει γόπες
Γόπες που φτύσαν οι φρουροί στ’ άνθη και στον αφρό.

Μια γόπα μουσκεμένη φτάνει για να μας τη σπάσει.
Πάνω απ’ τις πετρωμένες φτέρες, μόνος, ο πιο μικρός,
που σε λιγνούς γοφούς στηρίζει το κορμί του,
Προσμένει ασάλευτος νυμφίο να τον στέψουν. […]

Πώς σε τυλίγουν οι δαντελένιες σου κινήσεις!
Καπνίζεις, γέρνοντας στη φοινικιά την ντροπαλή.
Κι όσο ο καπνός μες στο λαρύγγι σου κατρακυλάει
Όλοι οι κατάδικοι σε τελετουργικό χορό,

Φτάνουν αμίλητοι και σοβαροί ένας ένας,
Ρουφάνε από το στόμα σου μια τζούρα ευωδιαστή
Μια τζούρα μόνο, όχι δυο, απ’ το συννεφάκι
Που τους προσφέρει η γλώσσα σου. Τι θρίαμβος είσαι! […]

Κόλλα το λάγνο σου κορμί απάνω στο δικό μου, που λυσσάει
το πιο γλυκό και τρυφερό τσογλάνι να γαμήσει
Καθώς θαυμάζοντας ζυγίζω τα ρόδινα ξανθά σου αρχίδια
Μάρμαρο μαύρο η μπάρα μου, σ’ τη χώνω ως την ψυχή σου. […]

Τραγικός, κοίτα, βασιλιάς με μισάνοιχτο στόμα
Μπαίνω στους λυπημένους σου αμμόκηπους
Όπου καυλώνεις, μόνος, με δυο δάχτυλα υψωμένα
Και το κεφάλι σκεπασμένο με λινό γαλάζιο πέπλο.

Παραληρώ, ο ηλίθιος, σα να σε βλέπω,
Βασίλισσά μου, έρωτά μου και τραγούδι!
Φάντασμα στο σοβά του τοίχου, αρσενικό,
Ή θόλωσαν τα μάτια μου και με γελάνε; […]

Δίπλα μου σαν να βρίσκεται κάποιος μ’ επιληψία.
Κοιμάται η φυλακή στο σκοτεινό τραγούδι των νεκρών.
Κι όπως οι ναύτες μεσοπέλαγα αντικρίζουν κάτι σαν λιμάνι
το σκάν’ κι οι κοιμισμένοι μου για κάποιαν άλλη Αμερική.

[Ζαν Ζενέ,
Ο θανατοποινίτης
(αποσπάσματα),
μτφρ.: Χριστόφορος Λιοντάκηs

μια επιλογή του Τηλέγραφου
για έναν άγνωστο
κρυφό αναγνώστη]

More Interesting Posts

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Subscribe to My Newsletter

Subscribe to my weekly newsletter. I don’t send any spam email ever!