[επιλογή – μετάφραση : Σωτήρης Παστάκας]
*
Αρκετοί φίλοι ή γνωστοί
με διορθώνουν πάντα όταν
μιλώ περί «γήρατος» ή όταν
με αποκαλώ «γριά».
Με κάποια σοβαρότητα
προτείνουν να χρησιμοποιώ
τα πιο ουδέτερα συνώνυμα
την απρόσωπη π.χ. “προχωρημένη”
ή “τρίτη ηλικία”. Γελάω μ’ αυτό.
Δικαιολογώ τον εαυτό μου λέγοντάς τους
ότι τέτοιοι παρηγορητικοί όροι που
ελαφρύνουν το φαινόμενο
μέχρι να το εμφανίσουν δευτερεύον,
σχεδόν ανύπαρκτο – ένα απλό
και στιγμιαίο ατύχημα
φυσικά – δεν θα μού περνούσαν
ποτέ απ’ το μυαλό.
*
Δεν χρειάζεται να τους πούμε
πως εάν έχουν τέτοια αλλεργία
προς τον όρο «γηρατειά»,
είναι πιθανό να τα φοβούνται πολύ.
*
Δεν θα το παραδέχονταν ποτέ.
Ο μη-φόβος, η αποδοχή
του γήρατος – και του θανάτου –
απαιτεί ύπουλη εσωτερική διεργασία,
υπόγεια και πολύ αργή,
που διαρκεί ολόκληρη ζωή.
Είναι από νέοι που πρέπει να ξεκινήσουμε
να ασχολούμαστε με τα γηρατειά.
*
Ένας παλιός φίλος που περπατά με το μπαστούνι,
χαμογελώντας συνένοχα, με ρωτάει στο δρόμο
αν γνωρίζω κι εγώ όλες τις λακκούβες
και τις παγίδες στα πεζοδρόμια του Μιλάνου.
Φυσικά! Του απαντώ ευδιάθετη
και με μια συγκεκριμένη έννοια, συγκινημένη.
Ο παλιός φίλος – συνταξιούχος πια –
είναι γνωστός δημοσιογράφος. Βλεπόμαστε
σπάνια, όχι περισσότερο από μία φορά το χρόνο,
και αυτή η αφοπλιστική ομολογία του
μας κάνει νέους πάλι: σβήνει ξαφνικά
όλη την εξουσία και το κύρος
που συσσώρευσε με τα χρόνια
και την επιτυχημένη του καριέρα.
*
Συγκεκριμένη ποίηση πάνω
απ’ το τηλέφωνο σε ένα μπαρ στη Λεωφόρο Μαντσόνι:
Τηλεφωνικές κλήσεις
Σύντομες
-κι αν οι λέξεις ήταν φύλακες άγγελοι;
*
Ο Γιάννης κάνει τα πράγματα χειρότερα
σχετικά με τα γηρατειά.
Όχι μόνο αδιαφορούν,
μας σβήνουν, δεν μας βλέπουν καν.
Δεν σηκώνονται, δεν μας προσφέρουν τη θέση
ούτε στο λεωφορείο ούτε στο μετρό. Αυτοί είναι
καθισμένοι, τις αρίδες απλωμένες στα μισά
του διαδρόμου. Θέλουν να μας βάλουν τρικλοποδιά;
Αλλά στην ηλικία μας, η ιδέα και μόνο
πως θα σκοντάψουμε
είναι αρκετή για να ΣΚΟΝΤΑΨΟΥΜΕ!
*
Μια εξηντάχρονη στο ταμείο
του σούπερ μάρκετ. Αντί να πει
Τι σας οφείλω; λέει: Θα ήθελα έναν καφέ.
Ο νεαρός ταμίας της χαμογελά
και απαντάει: το πιστεύετε πως πάντα
ήθελα να γίνω μπάρμαν;
Σύμπτωση, ή με την κρίση έχουμε
γίνει πιο ανθρώπινοι;
*
Όταν μια φίλη ή ένας φίλος
σας λέει ότι έχει βρει
και αγοράσει ένα βιβλιαράκι
της δεκαετίας του εβδομήντα,
δεν ξέρεις αν πρέπει να χαρείς
ή να μελαγχολήσεις.
Το βιβλιαράκι βρέθηκε
γιατί κάποιος το πέταξε.
*
Πώς ήμασταν,
πώς μπορούσαμε να γίνουμε
επικίνδυνοι όταν ήμασταν νέοι,
οπλισμένοι με χειροβομβίδες όλοι
εναντίον όλων, και πόσο
ακίνδυνοι είμαστε τώρα.
*
Για όλα φταίνε οι ορμόνες;
*
Δεν μπορώ να δώσω στον εαυτό μου γαλήνη
εάν, κάθε τόσο, δεν γυρίσω ανάποδα
την ύπαρξή μου σαν γάντι,
να τα επανεξετάσω όλα.
Λεκέδες, τρύπες σκώρων,
σπασμένα φερμουάρ, ξεχειλωμένες φόδρες,
κουμπιά που λείπουν, αρχαία
εγκαύματα τσιγάρων, “κάψες”
ραγάδες.
Η Τζούλια Νικολάι γεννήθηκε στο Μιλάνο το 1934 από Αμερικανίδα μητέρα και Ιταλό
πατέρα. Υπήρξε φωτογράφος, ποιήτρια της Ιταλικής αβανγκάρντ με το Γκρουπ 63, και
αφού έζησε στην Ινδία για μεγάλο χρονικό διάστημα, χειροτονήθηκε Βουδίστρια μοναχή το
- Απεβίωσε στις 22 Ιουνίου 2021 στο Μιλάνο.