Πέσε στα γόνατα , προσκύνα το πανάγιο χώμα
με τη ψυχή κατάκορφα στον ουρανό υψωμένη
όποιος και νά ‘σαι, όθε και νά ‘σαι, κι ό,τι άνθρωπος νά ‘σαι.
Πιότερο, αν είσαι του λαού ξωμάχος, χειρομάχος ,
φτωχόπαιδο, που αθέλητα σε βάλαν να καρφώσεις,
τον αδερφό σου αντίκρα σου, με μάνα εσύ κι εκείνος.
Ετούτη η μάντρα αντίκρυ σου, το σύνορο του κόσμου.
Σ’ αυτήν επάνω βρόντηξαν ο Διγενής κι ο Χάρος.
Ήτανε πρώτη του Μαγιού, φως όλα μέσα κι έξω
(έξω τα χρυσολούλουδα και μέσα η καλοσύνη)
που αράδιασε πα στο σοβά πισθάγκωνα δεμένους
και θέρισε με μπαταριές, οχτρός ελληνομάχος,
όχι έναν, δυο, ή τρεις ….διακόσια παλληκάρια.
Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα,
μον’ ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι.
Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνω απ’όλους ,
κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος. ( …)